Του
Δεν πολυκατάλαβα Χριστούγεννα φέτος. Δεν ένοιωσα τίποτα. Σκέφτηκα ότι ίσως ήταν που δεν στολίσαμε δέντρο στο σπίτι.
Ότι ίσως ήταν που εμείς μεγαλώσαμε, τα παιδιά μεγαλώσανε και ζούνε μόνα τους, αδυνάτισε ο οικογενειακός ιστός, χάσαμε και την μητέρα της γυναίκας μου, τον τελευταίο μας γονιό.
Ίσως ήταν η έκρυθμη πολιτική κατάσταση, η αβεβαιότητα για το αύριο, οι κραυγές της τηλεόρασης, η αύρα της αναξιοπιστίας τριγύρω μας.
Ότι ίσως ήταν τα επεισόδια και οι συμπλοκές και οι καταστροφές και τα μολότοφ και τα καψίματα και ο άδικος θάνατος του μικρού Αλέξη.
Ότι ίσως ήταν η γενική κακή διάθεση των ανθρώπων με τους οποίους μιλάμε και συναναστρεφόμαστε κι ακούμε τι μας λένε.
Απόγευμα της Παρασκευής λοιπόν , δεύτερης μέρας των Χριστουγέννων, αποφασίσαμε να βγούμε μια βόλτα στην Αθήνα μας με τη γυναίκα μου, να κάνουμε μια περιήγηση με το αυτοκίνητο στην Ομόνοια, στο Σύνταγμα, στο Κολωνάκι, το Μοναστηράκι, να δούμε, να ακούσουμε, να μυρίσουμε, να σταματήσουμε, να περπατήσουμε, να αγγίξουμε εκβιαστικά τα Χριστούγεννα για να αναπληρώσουμε την έλλειψη.
Το αυτοκίνητο «ρολάρισε» αργά στην Πατησίων, στη Σταδίου, στη Μητροπόλεως, έξω από το Δημαρχείο στην Κοτζιά, πάλι στη Σταδίου, την Αμερικής, την Ακαδημίας, την Κανάρη, την Πλατεία Κολωνακίου, τη Σκουφά, τη Βασιλίσσης Σοφίας, την Πανεπιστημίου…
Μπροστά στα μάτια μας και βαθιά μέσ΄ την ψυχή μας, το απόλυτο τίποτα. Οι επεμβάσεις του Νικήτα Κακλαμάνη πολλές και ορατές. Αλλά χωρίς τη συμμετοχή των ίδιων των μαγαζιών, του ίδιου του κόσμου, όχι αρκετές. Πέντε η ώρα νύχτωνε, πεντέμιση ανάβανε τα φώτα, έξι είχε νυχτώσει, εξήμισυ δεν είχαμε κανένα λόγο να συνεχίσουμε.
Η Αθήνα μας που ξέραμε, δεν υπήρχε. Ήταν μια άλλη πόλη. Ελάχιστος κόσμος, ελάχιστα αυτοκίνητα, κλειδαμπαρωμένα καταστήματα, σιδερόφραχτα τα εμπορικά μαγαζιά, αφώτιστοι δρόμοι, αστόλιστες βιτρίνες, παγωνιά, ψιλόβροχο, μια πόλη που ίσα- ίσα ανάσαινε.
Μια πόλη που έδειχνε ετοιμοθάνατη. Αστόλιστη, αφώτιστη, άψυχη, τραυματισμένη, ανέμπνευστη, μοναχική, οχυρωμένη λες και περίμενε τους « βάρβαρους να έρθουνε απόψε».
«Αυτή δεν είναι η Αθήνα μας» είπα στη γυναίκα μου. Με κοίταγε .Ήταν δακρυσμένη. Κι εγώ.
Όχι επειδή μεγαλώσαμε, ούτε επειδή μεγαλώσανε τα παιδιά, ούτε επειδή χάσαμε τη μαμά, ούτε για την οικονομία, ούτε για τους κουκουλοφόρους…
Ζούσαμε τα πιο πικρά και άδεια Χριστούγεννα της ζωής μας επειδή η Αθήνα μας δεν μπορούσε να είναι «διαμαντόπετρα στης γης το δαχτυλίδι». Η ασχήμια, η μιζέρια, η εγκατάλειψη, η κακία έβαζαν την υπογραφή τους.
Δεν μας αξίζει αυτή η πόλη. Και επειδή εμείς την καταντήσαμε έτσι, δεν της αξίζουμε.
Ότι ίσως ήταν που εμείς μεγαλώσαμε, τα παιδιά μεγαλώσανε και ζούνε μόνα τους, αδυνάτισε ο οικογενειακός ιστός, χάσαμε και την μητέρα της γυναίκας μου, τον τελευταίο μας γονιό.
Ίσως ήταν η έκρυθμη πολιτική κατάσταση, η αβεβαιότητα για το αύριο, οι κραυγές της τηλεόρασης, η αύρα της αναξιοπιστίας τριγύρω μας.
Ότι ίσως ήταν τα επεισόδια και οι συμπλοκές και οι καταστροφές και τα μολότοφ και τα καψίματα και ο άδικος θάνατος του μικρού Αλέξη.
Ότι ίσως ήταν η γενική κακή διάθεση των ανθρώπων με τους οποίους μιλάμε και συναναστρεφόμαστε κι ακούμε τι μας λένε.
Απόγευμα της Παρασκευής λοιπόν , δεύτερης μέρας των Χριστουγέννων, αποφασίσαμε να βγούμε μια βόλτα στην Αθήνα μας με τη γυναίκα μου, να κάνουμε μια περιήγηση με το αυτοκίνητο στην Ομόνοια, στο Σύνταγμα, στο Κολωνάκι, το Μοναστηράκι, να δούμε, να ακούσουμε, να μυρίσουμε, να σταματήσουμε, να περπατήσουμε, να αγγίξουμε εκβιαστικά τα Χριστούγεννα για να αναπληρώσουμε την έλλειψη.
Το αυτοκίνητο «ρολάρισε» αργά στην Πατησίων, στη Σταδίου, στη Μητροπόλεως, έξω από το Δημαρχείο στην Κοτζιά, πάλι στη Σταδίου, την Αμερικής, την Ακαδημίας, την Κανάρη, την Πλατεία Κολωνακίου, τη Σκουφά, τη Βασιλίσσης Σοφίας, την Πανεπιστημίου…
Μπροστά στα μάτια μας και βαθιά μέσ΄ την ψυχή μας, το απόλυτο τίποτα. Οι επεμβάσεις του Νικήτα Κακλαμάνη πολλές και ορατές. Αλλά χωρίς τη συμμετοχή των ίδιων των μαγαζιών, του ίδιου του κόσμου, όχι αρκετές. Πέντε η ώρα νύχτωνε, πεντέμιση ανάβανε τα φώτα, έξι είχε νυχτώσει, εξήμισυ δεν είχαμε κανένα λόγο να συνεχίσουμε.
Η Αθήνα μας που ξέραμε, δεν υπήρχε. Ήταν μια άλλη πόλη. Ελάχιστος κόσμος, ελάχιστα αυτοκίνητα, κλειδαμπαρωμένα καταστήματα, σιδερόφραχτα τα εμπορικά μαγαζιά, αφώτιστοι δρόμοι, αστόλιστες βιτρίνες, παγωνιά, ψιλόβροχο, μια πόλη που ίσα- ίσα ανάσαινε.
Μια πόλη που έδειχνε ετοιμοθάνατη. Αστόλιστη, αφώτιστη, άψυχη, τραυματισμένη, ανέμπνευστη, μοναχική, οχυρωμένη λες και περίμενε τους « βάρβαρους να έρθουνε απόψε».
«Αυτή δεν είναι η Αθήνα μας» είπα στη γυναίκα μου. Με κοίταγε .Ήταν δακρυσμένη. Κι εγώ.
Όχι επειδή μεγαλώσαμε, ούτε επειδή μεγαλώσανε τα παιδιά, ούτε επειδή χάσαμε τη μαμά, ούτε για την οικονομία, ούτε για τους κουκουλοφόρους…
Ζούσαμε τα πιο πικρά και άδεια Χριστούγεννα της ζωής μας επειδή η Αθήνα μας δεν μπορούσε να είναι «διαμαντόπετρα στης γης το δαχτυλίδι». Η ασχήμια, η μιζέρια, η εγκατάλειψη, η κακία έβαζαν την υπογραφή τους.
Δεν μας αξίζει αυτή η πόλη. Και επειδή εμείς την καταντήσαμε έτσι, δεν της αξίζουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου