Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

Ο Δ. Μάρδας για τη Δραχμή του Αλ. Αλαβάνου

Κάθε έξαρση της κρίσης χρέους μας, παραμονές
ψήφισης του κρατικού προϋπολογισμού ή οποτεδήποτε
δίνεται μια ευκαιρία, εγείρει ερωτήματα σχετικά
με την επιστροφή στη δραχμή, μέσω ενός Plan B.
Στο κείμενο που ακολουθεί σημειώνονται ορισμένα λάθη
και παραλείψεις της εν λόγω προσέγγισης.

Plan B: Τραγικά λάθη και παραλείψεις!
 
Του 
Δημήτρη 
Μάρδα*


Ο πολιτικός φορέας, με τον τίτλο Plan B, με κύριο εκπρόσωπο τον κ. Αλαβάνο κ.ά., υποστηρίζει ότι η επιστροφή στη δραχμή, θα οδηγήσει τη χώρα στην έξοδο από την κρίση. Για να ολοκληρωθεί ο στόχος αυτός, η χώρα χρειάζεται αρχικά μια δημοσιονομική πολιτική χωρίς τους περιορισμούς που εισάγει στα ελλείμματα των κρατικών προϋπολογισμών η Συνθήκη του Μάαστριχτ όπως και τα μεταγενέστερά της Σύμφωνα. Επίσης, είναι απαραίτητη μια αυτόνομη νομισματική πολιτική. Η τελευταία, θα οδηγήσει αναπόφευκτα στην απαξίωση της δραχμής (μέσω διολισθήσεων / υποτιμήσεων), που με τη σειρά της θα βελτιώσει, κατά τους υποστηριχτές του Plan B, την ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής οικονομίας μέσω των εξαγωγών, της αύξησης του τουρισμού κ.λπ. Όλα τα προαναφερθέντα υποστηρίζονται επίσης απ’ όλες εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις, οτιδήποτε χρώματος, που εντάσσονται στο στρατόπεδο των δραχμιστών!
1η Λάθος εκτίμηση: Η Ελληνική οικονομία, λόγω των ιδιαίτερων δομικών της χαρακτηριστικών δεν κέρδισε έδαφος στις ξένες αγορές με τις υποτιμήσεις-διολισθήσεις του νομίσματος της όταν εφάρμοζε μια πολιτική τύπου Plan B. Να υπενθυμίσουμε αρχικά ότι μια ίδια νομισματική πολιτική κατά τη εικοσαετία 1980-2000 οδήγησε στην κατακόρυφη απαξίωση της δραχμής (1980, 1$ = 42,6 δρχ. και 2000, 1$=308,9 δρχ.), χωρίς να προκαλέσει την προσδοκώμενη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και την εκτίναξη των εξαγωγών. (Το 1980 οι εξαγωγές ανέρχονταν σε 5 δις $ και το 2000 μετά βίας διπλασιάστηκαν σε 10 δις $). Αντίθετα οι εξαγωγές αυξήθηκαν θεαματικά κατά τη διάρκεια του «κακού» σκληρού ευρώ (από 10 δις $ το 2000 έφθασαν τα 25 δις$ το 2008, μια χρονιά πριν την κρίση).
Η απαξίωση του νομίσματος δεν έχει μέσο-μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στον πραγματικό τομέα της οικονομίας. Η συναλλαγματική ισοτιμία διορθώνει μόνο βραχυπρόθεσμα προβλήματα στο ισοζύγιο των εξωτερικών συναλλαγών μιας χώρας. Εάν τα προβλήματα της όποιας οικονομίας έχουν δομικά χαρακτηριστικά, τότε σε καμία περίπτωση δε βελτιώνονται με την συναλλαγματική ισοτιμία.
Οπότε, από πού απορρέει η αισιόδοξη θέση για βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέσω της απαξίωσης του νομίσματος;
Ο εν λόγω φορέας προτείνει επίσης κρατικοποίηση των Τραπεζών και άμεση παύση πληρωμών του χρέους, χωρίς συνεννόηση με τους πιστωτές μας. Εκτιμούν λοιπόν οι οπαδοί του Plan B, ότι μια τέτοια πολιτική του «Δεν πληρώνω», σε συνδυασμό με τον πληθωρισμό (εισαγόμενο και μη) που θα προκαλέσουν οι διολισθήσεις/ υποτιμήσεις της δραχμής και η άνευ περιορισμών αύξηση των κρατικών δαπανών και ως εκ τούτου της ποσότητας του χρήματος, θα εισάγουν μια οικονομική σταθερότητα προκαλώντας ένα περιβάλλον περιορισμένου κινδύνου!. Το τελευταίο, με τη σειρά του θα οδηγήσει στην αύξηση των επενδύσεων(!). Και όλα αυτά στους κόλπους της ΕΕ. Τo συμπέρασμα αυτό είναι όχι μόνο αυθαίρετο (και χρειάζεται πολλά επιχειρήματα για να θεμελιωθεί) αλλά αντιβαίνει σε κάθε οικονομική λογική.
Οι ανωτέρω υποθέτουν λοιπόν ότι, τα 32 εκατ. των ενηλίκων που ελέγχουν το 41% του πλούτου του πλανήτη και κινούν τα νήματα των χρεών/ανάπτυξης, θα έρθουν να επενδύσουν σε μια χώρα που αρνείται –με το έτσι θέλω– να επιστρέψει αυτά που χρωστά, παραβιάζοντας ακόμη και το ίδιο της το Σύνταγμα (Άρθρο 94) όπως και τις διεθνείς Συνθήκες που έχει υπογράψει (Άρθρο 27 της Σύμβασης της Βιέννης αναφορικά με το Δίκαιο των Συνθηκών που αναφέρεται στο ότι τα «συμφωνηθέντα πρέπει να τηρούνται»).
Να σημειωθεί ότι το «Δεν πληρώνω» έχει αποδέκτες πια κυρίως τις κυβερνήσεις που μας δάνεισαν, καθώς από το 2009 και μετά η Ελληνική κυβέρνηση έχει υποκαταστήσει τα ιδιωτικά δάνεια που έπαιρνε από κρατικά. Μια τέτοια κίνηση θα μεταφραστεί στο μυαλό των Ευρωπαίων πολιτών –οι φόροι των οποίων έγιναν δάνεια προς την Ελλάδα μετά από τη σχετική έγκριση των Κοινοβουλίων τους– ως άρνηση επιστροφής των δικών τους χρημάτων. Ερώτηση: Μετά από κάτι τέτοιο περιμένουμε αύξηση του τουριστικού ρεύματος στη χώρα από πολίτες θύματα, και όχι μόνο, των δικών μας επιλογών ή αύξηση της κατανάλωσης Ελληνικών προϊόντων στο εξωτερικό;
Όλα τα ανωτέρω σκιαγραφούν το πρώτο μεθοδολογικό λάθος της υπό εξέταση προσέγγισης. Αγνοούν ή υποβαθμίσουν λοιπόν οι εμπνευστές του Plan B, τους περιορισμούς (εμπόδια) εκείνους που οδηγούν στη χρεοκοπία των πολιτικών.
2η Λάθος εκτίμηση: Υποστηρίζουν οι οπαδοί του Plan B την πολιτική επιστροφής στη δραχμή, αντιγράφοντας παραδείγματα χωρών που δεν έχουν όμως πολλά κοινά με τα χαρακτηριστικά της Ελληνικής οικονομίας. Αναφέρονται παραδείγματος χάρη στην Αργεντινή και στο Εκουαδόρ. Να υπενθυμίσουμε ότι η Αργεντινή το 1991 προσχώρησε σε μια μερική Νομισματική Ένωση με τις ΗΠΑ (και όχι σε μια πλήρη Νομισματική Ένωση) συνδέοντας απλά του νομίσματος της, του πέσος, με το δολάριο. Η ανατίμηση του δολαρίου (και ως εκ τούτου του πέσος) καθ’ όλη τη διάρκεια του 1990 ευθύνεται για τα προβλήματα της οικονομάς της χώρας. Επί προέδρου Β. Κίρσνερ, το χρέος της χώρας στις 25/12/2001 ήταν της τάξης των 132 δις $ ή 60% του ΑΕΠ. Όλο το νομισματικό καθεστώς ήταν πολύ διαφορετικό σε σχέση με εκείνο της Ελλάδας. Τέλος η παραγωγική δομή της οικονομίας της Αργεντινής, (28ης χώρας με το υψηλότερο ΑΕΠ), η σύνθεση των εξαγωγών της όπως και η εξάρτησή της από εισαγωγές δεν έχει τίποτα το κοινό με της Ελλάδας. Συγκρίνονται απλά ανόμοια πράγματα.
Η κρίση εξωτερικού χρέους του Εκουαδόρ (10,2 δις $ το 2007 ή 25% του ΑΕΠ), ήταν εύκολα διαχειρίσιμη από το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Να υπενθυμίσουμε ότι το Εκουαδόρ είναι πετρελαιοπαραγωγός χώρα, μέλος του ΟΠΕΚ και το βασικότερο, ο Πρόεδρος της ο Ρ. Κορέα στις 14 Δεκεμβρίου 2008, δεν ήθελε –και όχι δεν μπορούσε– να αποπληρώσει το εξωτερικό χρέος της χώρας του. Αρνήθηκε λοιπόν την αποπληρωμή του γιατί το θεωρούσε παράνομο.
Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω, οι ένθερμοι υποστηριχτές του Plan B θέτουν την ακόλουθη ερώτηση στους «αντιπάλους» τους: «Δείξτε μας μια χώρα με σκληρό νόμισμα, που να ξεπέρασε τα προβλήματα της κρίσης και της ύφεσης χωρίς υποτίμηση του νομίσματος!». Συνήθως φέρουν ως παράδειγμα την Αργεντινή.
Η υπεραπλουστευμένη αυτή ερώτηση που αγνοεί μια σειρά από δεδομένα διαφορετικά σε κάθε χώρα απαντάται ως εξής: To μόνο κοινό ανάμεσα στην Ελλάδα και την Αργεντινή ή οποιαδήποτε άλλη χώρα εκτός μιας ολοκληρωμένης ένωσης κρατών, είναι το σκληρό νόμισμα. Η Αργεντινή λόγου χάρη, δε συμμετέχει σε μια Οικονομική και Νομισματική Ένωση, δεν είχε θεσμοθετημένους μηχανισμούς στήριξης, δε λειτουργεί στο πλαίσιο μιας Συνθήκης (Λισσαβόνας) που εισάγει την αλληλεγγύη και τη μερική προστασία των οικονομιών (άσχετα αν δεν χρησιμοποιήσαμε εμείς τα ανωτέρω με δική μας ευθύνη), δε διαθέτει ένα ΕΣΠΑ που προσφέρει στην οικονομία της κάθε χρόνια 3,5-4 δις ευρώ, δεν έχει την ίδια γεωπολιτική θέση με αυτήν της Ελλάδας κ.ά. Στο σύνολο αυτό, αν ενσωματώσουμε και τις ιδιαιτερότητες των δυο οικονομιών, τότε η όποια σύγκριση είναι μάλλον ατυχής.
Πώς είναι δυνατόν λοιπόν να προκύψουν ασφαλή συμπεράσματα και κατευθύνσεις πολιτικής για μια χώρα με τη βοήθεια των εμπειριών άλλων κρατών με τελείως διαφορετική δομή, έχοντας μόνο ως κοινό σημείο ένα μόνο χαρακτηριστικό, το σκληρό νόμισμα;
Δεύτερο μεθοδολογικό λάθος: Συγκρίνουν λοιπόν οι οπαδοί του Plan B, που διακρίνονται από ένα άκρατο εμπειρισμό, ανόμοιες καταστάσεις. Από την άλλη, υποβαθμίζουν τις αποτυχημένες εκφάνσεις πετυχημένων κατά τη γνώμη τους εμπειριών (Αργεντινή λόγου χάρη) καθώς θεωρούν αόριστα ότι εκεί έγιναν κάποια λάθη ή παραλείψεις. Αυτή η υποβάθμιση των διαφορετικών χαρακτηριστικών χωρών που αντιμετωπίζουν προβλήματα κρίσης χρέους ή/και ρευστότητας, οδηγεί μοιραία πάλι σε λάθος συμπεράσματα.
3η Λάθος εκτίμηση. Η έξοδος από το ευρώ θα λύσει τα προβλήματα του προϋπολογισμού (μέσω της μαζικής αύξησης της κυκλοφορίας της δραχμής), θα δημιουργήσει όμως προβλήματα στις εξωτερικές μας σχέσεις λόγω έλλειψης συναλλάγματος (μαζική έξοδος κεφαλαίων, εξαγωγές μικρότερες από εισαγωγές, αδυναμία δανεισμού σε συνάλλαγμα κ.λπ). Το δεύτερο υποβαθμίζεται πλήρως.
Θεωρούν οι υποστηριχτές των απόψεων αυτών επίσης, ότι η στροφή μας στην αγορά ενέργειας του Ιράν, που προσφέρει φθηνότερο πετρέλαιο, θα καλύψει μέρος των αναγκών μας σε συνάλλαγμα. Σε τι νόμισμα όμως θα πληρώνουμε; Το Ιράν όπως και κάθε χώρα εξάγοντας θέλει να πληρώνεται σε διεθνές νόμισμα για να πληρώνει τις δίκες του διεθνείς συναλλαγές. Αυτός είναι Νόμος στο διεθνές εμπόριο!
Οπότε, κατά τους υποστηριχτές της επιστροφής στη δραχμή, η στρατηγική της σύγκρουσης με τα κράτη της ευρωζώνης (λόγω του «δεν πληρώνω»), η σύγκρουση με τις ΗΠΑ (λόγω Ιράν), και γενικά η όξυνση των σχέσεων μας με την ΕΕ, τα ανεξέλεγκτα δημοσιονομικά ελλείμματα, όπως και ο πληθωρισμός / απαξίωση της δραχμής, θα συμβάλλον στην βελτίωση του οικονομικού κλίματος, των επενδύσεων και ως εκ τούτου στη γεωστρατηγική θέση της χώρας (!!!). Όλα τα ανωτέρω κινούνται πάλι σε ένα περιβάλλον μάλλον αυθαίρετων και αθεμελίωτων εκτιμήσεων.
Τι προτείνουμε:
Ø   Καινοτόμες λύσεις μέσα στο ευρώ, που θα βελτιώσουν τη ρευστότητα στην οικονομία, μέσω μιας σειράς κυκλοφορήσιμων ομολόγων (Συμπληρωματικού νομίσματος), με αντίκρισμα αξίες, που θα προκληθούν από μια άλλη αναπτυξιακή αντίληψη. με προσανατολισμό μεγάλες επενδύσεις σε εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες (και όχι σε δημόσια έργα).
Ø  Επαναδιαπραγμάτευση των όρων των Μνημονίων, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει στη μείωση του χρέους μέσω, λόγου χάρη, του κουρέματος των ομολόγων που κατέχει η Ευρ. Κεντρική τράπεζα. Τα τελευταία τα αγόρασε στο 40-50% της τιμής τους από τους πρώην κατόχους τους, που τα πούλησαν «κοψοχρονιάς». Θα μας τα επιστρέψει όμως με τη λήξη τους στο 100%.
Ø  Τα προαναφερθέντα σε συνδυασμό: i) με ό,τι δυνατότητες προσφέρει η Συνθήκη της Λισσαβόνας (π.χ. Άρθρο 135, 347), αναφορικά με την μερική προστασία της Ελληνικής οικονομίας και την επέκταση της αλληλεγγύης και σε άλλους τομείς, ii) τον επαναπροσανατολισμό του ΕΣΠΑ, και iii) με μια συνεκτική πολιτική υπέρ των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων, μπορούν να δώσουν βιώσιμες λύσεις υπέρ της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας μεσοπρόθεσμα.

Η λύση που προτείνεται, ως τρίτη προσέγγιση ανάμεσα στο Μνημονιακό ευρώ της εποχής μας και της εισαγωγής της δραχμής, συνδυάζει όλα τα θετικά των ανωτέρω δύο λύσεων χωρίς την οικονομική απομόνωση της χώρας ή την επιστροφή στη δραχμή. Απαντά τόσο στα ζητήματα που θέτει η κρίση ρευστότητας, όσο και σε εκείνα που αφορούν στη κρίση χρέους.
Η δραχμή και η απαξίωσή της δίνει μόνο βραχυχρόνια εύκολες λύσεις, υπέρ της ανταγωνιστικότητας της εγχώριας οικονομίας, που χαρακτηρίζεται όμως από υψηλές εισαγωγές και είναι ελάχιστα εξωστρεφής. Με τη δραχμή, θα εισέλθουμε στο φαύλο κύκλο της απαξίωσης του νομίσματος, του πληθωρισμού (εισαγόμενου και μη) της νέας απαξίωσης του νομίσματος, γιατί έτσι μόνο βραχυχρόνια θα ξανακερδίσει η ακριβή εγχώρια παραγωγή έδαφος στις διεθνείς αγορές.
Τέλος ας μην υποβαθμίζεται ο ρόλος των προσδοκιών. Από την στιγμή που ανακοινωθεί η όποια πολιτική τύπου Plan B, τότε θα διαμορφωθούν άμεσα πληθωριστικές και υποτιμητικές προσδοκίες. Όταν διαμορφώνονται τέτοιες προσδοκίες αυξάνει η φυγή των κεφαλαίων, βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων. Αυτό σε συνδυασμό με τη ραγδαία υποτίμηση /διολίσθηση της δραχμής, θα οδηγήσει στη μείωση της αποταμίευσης και στην αύξηση της αβεβαιότητας. Όλα τα ανωτέρω νομοτελειακά δε θα επιτρέψουν την αύξηση των επενδύσεων.
Επιπλέον, εύλογα θα τεθεί το ακόλουθο ερώτημα: Από πού θα καλυφθεί η μαύρη τρύπα του κρατικού προϋπολογισμού, έστω και σε δραχμές. Μέσω των φόρων μήπως; Εδώ δεν υπάρχουν πια πολλές δυνατότητες. Μήπως μέσω έκδοσης ομολόγων με την… εγγύηση του κράτους; Ποιος τρελός θα τα αγοράσει μέσα ή έξω από την Ελλάδα μετά από όσα έγιναν; Άρα η μόνη λύση είναι η νομισματοποίηση του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού, που θα γίνει με την πώληση των ομολόγων που θα προσφερθούν από την κυβέρνηση στην Τράπεζα της Ελλάδας.
Αυτή η κίνηση μεταφράζεται σε αυτόματη αύξηση της προσφοράς χρήματος, που εύλογα θα εκτινάξει τον πληθωρισμό, ασκώντας πιέσεις για νέες υποτιμήσεις /διολισθήσεις, λόγω απώλειας της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων μας, (ό,τι ζήσαμε από το 1975 έως το 2000).
Επίσης, οι πολιτικοί μας θα έχουν στα χέρια πάλι άφθονο χρήμα για να εφαρμόσουν λαϊκίστικες πολιτικές –στο όνομα του δήθεν κοινωνικού κράτους ή ορθότερα της επανεκλογής τους– το κόστος των οποίων πληρώνουμε πολύ ακριβά σήμερα.
Τέλος, δεν τολμάμε να ρωτήσουμε ποιοι θα είναι οι κύριοι πρωταγωνιστές εφαρμογής μιας τέτοιας πολιτικής. Προς το παρόν, ως ένθερμοι υποστηρικτές της επιστροφής στη δραχμή εμφανίζονται παλαιοί φθαρμένοι πολιτικοί –το προϊόν της κομματικής γραφειοκρατίας– πολλοί από τους οποίους δε έχουν τις απαραίτητες γνώσεις και εμπειρίες, δε δούλεψαν ποτέ στη ζωή τους, έχοντας λοιπόν ελάχιστη βαθειά γνώση του τρόπου λειτουργίας της οικονομίας και της αγοράς.

Κλείνοντας θα θέλαμε να σημειώσουμε το ακόλουθο: Αν κάποια ώρα αναγκαστούμε να επιστρέψουμε στη δραχμή, δε θα ευθύνεται γι’ αυτό το ευρώ και οι μηχανισμοί λειτουργίας του, αλλά η αναποτελεσματικότητα, ανικανότητα και δειλία των πολιτικών ηγετών αυτής της χώρας, όπως και το φαύλο πολιτικό σύστημα το οποίο οικοδόμησαν και που εξακολουθεί να τους τρέφει!
*Ο κ. Μάρδας είναι καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου