Ένα ενδιαφέρον βιβλίο, από έναν κατηρτισμένο επιστήμονα, ακέραιο και έντιμο πολιτικό, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Πόλις». Είναι το πόνημα «Σώζεται ο Τιτανικός; Από το Μνημόνιο ξανά στην ανάπτυξη» του Νίκου Χριστοδουλάκη, του άλλοτε υπουργού των κυβερνήσεων Σημίτη, που παρά την «πονηρή» εποχή της υπουργίας του, κατάφερε να μην γίνει… limit down sτο όνομα και την αξιοπρέπειά του.
Ο Νίκος Χριστοδουλάκης, αν και «εκσυγχρονιστής», βρίσκεται σήμερα υπό παραγκωνισμό (ίσως επειδή ο σύμβουλος και το think tank του εαυτού του είναι ο ίδιος…) και έτσι ελεύθερος… υποχρεώσεων, καταθέτει τις επιστημονικές και πολικές απόψεις του, για την οικονομική κρίση της πατρίδας μας.
Παρακάτω, ο αν. καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ, Δημήτρης Μάρδας, σχολιάζει το βιβλίο του Νίκου Χριστοδουλάκη. Γράφει:
H κρίση χρέους στην Ελλάδας δεν προήλθε από μια μοιραία εξέλιξη των πραγμάτων, όπως αναφέρει ο συγγραφέας, αλλά από τέσσερις παράγοντες όπως: την υπερβολική δημόσια σπατάλη, το υπερβολικό εξωτερικό έλλειμμα, την υπερβολική αναβλητικότητα και την υπερβολική ύφεση. Αν θεωρήσουμε ότι αρχή όλων είναι τα ανωτέρω τότε εύκολα μπορούμε να ερμηνεύσουμε μια σειρά από δυσμενείς εξελίξεις στην χώρα που καταγράφονται διαχρονικά.
Ο συγγραφέας εύστοχα στιγματίζει τη μελετολαγνεία που διακρίνει τη χώρα στις πρώτες σελίδες του βιβλίο. Από την άλλη, στην εισαγωγή απαντώντας σε εύλογα ερωτήματα που έρχονται στο μυαλό κάθε αναγνώστη και σχετίζονται με το μέγεθος της δικής του ευθύνης, ως υφυπουργός και κατόπιν υπουργός επί κυβέρνησης Σημίτη, δίνει τις εξηγήσεις που θεωρεί ως τις πιο προσήκουσες, μη αποφεύγοντας ότι συνηθίζουν οι πολιτικοί καριέρας να κάνουν: Την πλήρη απαλλαγή τους από οτιδήποτε ευθύνες.
Ο συγγραφέας δίνει αρχικά μια σαφή εικόνα της οικονομικής κατάστασης της χώρας, που με τη σειρά της προσδιορίζει τόσο τις καλύτερες όσο και τις χειρότερες χρονιές της ελληνικής οικονομίας από το 1990. Η περίοδος μετά το 2004 έως τις εκλογές του 2009 εύλογα αποτελεί κύριο μέρος του βιβλίου. Κατά το σημαδιακό έτος 2009 επί της προηγούμενης κυβέρνησης, η Ελλάδα αντιμετώπιζε τρεις προκλήσεις κατά τον συγγραφέα, λόγω της τότε ανησυχητικής συγκυρίας, που άρχισε να παίρνει διαστάσεις χιονοστιβάδας. Όφειλε να περιορίσει λοιπόν το δανεισμό μειώνοντας το δημοσιονομικό έλλειμμα, να αυξήσει την παραγωγικότητα για να συγκρατήσει το εξωτερικό έλλειμμα και τέλος να χρηματοδοτήσει πολιτικές για να αποτρέψει την ύφεση. Λανθασμένο μείγμα πολιτικής οδήγησε στο ξέφρενο έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης, πέρα από κάθε πρόβλεψη ή εκτίμηση.
Αν κατά το 2009 και ιδιαίτερα μετά τον Μάρτιο σταματούσε η σπατάλη, το Μνημόνιο θα μπορούσε να αποφευχθεί σύμφωνα με το συγγραφέα. Το έτος αυτό διαδέχθηκαν οι λάθος επιλογές του 2010, που διέψευσαν τις προσδοκίες του κόσμου για απαλλαγή της χώρας από τον κακό της εαυτό (δηλαδή τον περιορισμό των καταναλωτικών δαπανών στο όνομα μη αναγκαίων προσλήψεων κ.ά.).
Η ΕΕ αδράνησε και δεν κινήθηκε όπως έπρεπε. Από την άλλη «το Μνημόνιο, μη συνοδευόμενο από παράλληλες στρατηγικές, που θα δημιουργούσαν μια δυναμική για τον τόπο» (σελ. 71), σύμφωνα με το συγγραφέα εισήγαγε απλά και μόνο ένα διαχειριστικό τσουνάμι με λάθος επιλογές (π.χ. αύξηση του ΦΠΑ, οριζόντιες μειώσεις μισθών), μη δίνοντας την απαραίτητη προσοχή λοιπόν στο σκέλος της ανάπτυξης.
Είναι αδύνατο να αποφύγει το βιβλίο τη σύγκριση Αργεντινής-Ελλάδας, δίνοντας έμφαση στα κοινά σημεία και στις διαφορές που προκύπτουν κατά κύριο λόγο στο νομισματικό τομέα της οικονομίας.
Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι «η έξοδος από την κρίση μπορεί να βασισθεί στη δημοσιονομική πειθαρχία, μόνο μέχρι το σημείο που αρχίζει η ύφεση» (σελ. 105). Αυτό το σημείο ίσως είναι και η αχίλλειος πτέρνα της ελληνικής οικονομίας σήμερα! Συνεχίζοντας στο πλαίσιο αυτό και κάνοντας ένα έξυπνο λογοπαίγνιο με τις λέξεις δημοσιονομική προσαρμογή και ύφεση, οδηγείται στο συμπέρασμα ότι μια οικονομία υπό καθεστώς ύφεσης δεν οδηγείται σε δημοσιονομικά υγιείς λύσεις.(σελ. 116-17).
Στο σύνολο των πέντε προτάσεων μέρων πολιτικής του συγγραφέα, οι αποκρατικοποιήσεις θα είναι σκόπιμο να θεωρούνται ως μέσο για την επανεκκίνηση της οικονομίας και όχι απλά για μείωση χρέους.
Στο σύνολο μιας δεύτερης πρότασης, η συγγραφέας σκιαγραφεί τις χαμένες ευκαιρίες που συνδέονται με το ΕΣΠΑ και τις ευνοϊκές ρυθμίσεις που είχαν αποφασιστεί το 2008, σύμφωνα με τις οποίες η χρήση των κονδυλίων ΕΣΠΑ, μπορούσε να γίνει χωρίς εθνική συμμετοχή έως το 2010. Μια ευκαιρία που χάθηκε τόσο επί προηγούμενης όσο και επί της επόμενης κυβέρνησης.
Η αλλαγή της λογικής που διακρίνει το φορολογικό μας σύστημα σημειώνεται με ένα σύνολο συγκεκριμένων λύσεων στην τρίτη πρόταση. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρόταση του συγγραφέα κατά την οποία η μείωση του φορολογικού συντελεστή στις εταιρίες να ισχύει υπό την προϋπόθεση ισοδύναμης πραγματοποίησης επενδύσεων, αύξησης της απασχόλησης και αποκλιμάκωσης των τιμών κ.ά. Επίσης, ο συγγραφέας στο σύνολο των δυο τελευταίων προτάσεών του, δεν αποφεύγει να αναφερθεί τόσο στο ασφαλιστικό όσο και στο μεταναστευτικό δίνοντας τις δικές του λύσεις με ένα σαφή μεθοδικό τρόπο.
Το βιβλίο συνεχίζει με ένα σύνολο στοχασμών για το μέλλον του ευρώ και με σαφείς θέσεις για το μέλλον της χώρας εκτός ευρώ. Εδώ απαριθμούνται οι ζημιές που θα συσσωρεύσει η ελληνική οικονομία από μια επιστροφή στη νέα δραχμή, όπως χαρακτηρίζει ο συγγραφέας το ελληνικό νόμισμα.
Η ΕΕ βρίσκεται σε συμπληγάδες πέτρες. Από τη μια πλευρά, η Δύση (ΗΠΑ) απορροφά το ανθρώπινο κεφάλαιο υψηλής στάθμης ικανό να συμβάλλει στην τεχνολογική ανάκαμψη της Ευρώπης. Από την άλλη η Ανατολή (Κίνα κλπ) απορροφά επενδυτικά κεφάλαια που στερούν την Ευρώπη από δύναμη.
Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, σε τέσσερις άξονες ο συγγραφέας παρουσιάζει σε σαφήνεια τι θα ήταν σκόπιμο να γίνει στη χώρα για να ανακτηθεί το έδαφος που χάνεται.
Γενικά, το βιβλίο διακρίνεται για την ευκρίνεια του λόγου και των θέσεων του, με προτάσεις για τις επίμαχες εκείνες πολιτικές, που βρίσκονται εδώ και δύο σχεδόν χρόνια στο μάτι του κυκλώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου