Δύο σοβαρά άρρωστοι, νοσηλεύονταν στο ίδιο δωμάτιο ενός νοσοκομείου…
Ο ένας σηκωνόταν όρθιος στο κρεβάτι του για μία ώρα κάθε απόγευμα για να κατέβουν υγρά από τα πνευμόνια του και το κρεβάτι του βρισκόταν δίπλα στο μοναδικό παράθυρο του δωματίου.
Ο άλλος όμως έπρεπε να περνάει όλη την ώρα του ξαπλωμένος…
Και οι δύο μιλούσαν για ώρες αδιάκοπα. Μιλούσαν για τις γυναίκες τους και τις οικογένειές τους, τα σπίτια τους, τις δουλειές τους, τη θητεία τους στο στρατό, πού πήγαν διακοπές.
Κάθε απόγευμα, όταν αυτός δίπλα στο παράθυρο μπορούσε να σηκωθεί, περνούσε την ώρα του περιγράφοντας στον «συγκάτοικό» του όλα όσα μπορούσε να δει έξω από το παράθυρο. Ο άλλος άρχιζε να ζει γι’ αυτές τις περιόδους μίας ώρας όπου μπορούσε να ανοιχτεί και να ζωογονηθεί ο δικός του κόσμος από όλη τη δραστηριότητα και το χρώμα από τον κόσμο εκεί έξω.
Το παράθυρο «έβλεπε» ένα πάρκο με μια όμορφη λιμνούλα. Πάπιες και κύκνοι έπαιζαν στα νερά ενώ παιδιά αρμένιζαν τα καραβάκια τους. Ερωτευμένοι νέοι περπατούσαν χέρι-χέρι ανάμεσα σε κάθε χρώματος λουλούδια και μια ωραία θέα του ορίζοντα της πόλης μπορούσε να ειδωθεί στο βάθος.
Καθώς εκείνος στο παράθυρο περιέγραφε όλο αυτό με θεσπέσια λεπτομέρεια, ο άνδρας στο άλλο μέρος του δωματίου έκλεινε τα μάτια του και φανταζόταν αυτό το γραφικό σκηνικό.
Ένα ζεστό απόγευμα, εκείνος στο παράθυρο περιέγραφε μία παρέλαση που περνούσε. Αν και ο άλλος δεν μπορούσε να ακούσει τη φιλαρμονική - μπορούσε να τη δει στο μάτι του μυαλού του, καθώς ο κύριος δίπλα στο παράθυρο το απεικόνιζε με παραστατικές λέξεις.
Μέρες, βδομάδες και μήνες πέρασαν…
Ένα πρωί, η νοσοκόμα ήρθε να τους φέρει νερά για το μπάνιο τους και είδε το άψυχο σώμα του άνδρα δίπλα στο παράθυρο, ο οποίος πέθανε ειρηνικά στον ύπνο του. Ξαφνιάστηκε και κάλεσε τους θεράποντες ιατρούς. Ήρθαν οι γιατροί και δόθηκε εντολή να πάρουν τον νεκρό.
Όταν θεωρήθηκε πρέπον, ο ασθενής ρώτησε αν θα μπορούσε να μεταφερθεί δίπλα στο παράθυρο. Η νοσοκόμα ευχαρίστως έκανε την αλλαγή. Εφ' όσον σιγουρεύτηκε ότι ο ασθενής αισθανόταν άνετα, τον άφησε μόνο.
Σιγά, επώδυνα, στηρίχτηκε στον ένα αγκώνα του για να δει τον έξω κόσμο. Αλλά αντίκρισε έναν λευκό τοίχο!
Ρώτησε τη νοσοκόμα τι θα μπορούσε να είχε αναγκάσει τον συχωρεμένο συγκάτοικό του ο οποίος περιέγραφε τόσο έξοχα. Η νοσοκόμα αποκρίθηκε πως δεν μπορούσε να δει ούτε καν τον τοίχο, διότι ήταν τυφλός! Και πρόσθεσε: «Ίσως να ήθελε απλά να σου δώσει θάρρος!»…
Ο ένας σηκωνόταν όρθιος στο κρεβάτι του για μία ώρα κάθε απόγευμα για να κατέβουν υγρά από τα πνευμόνια του και το κρεβάτι του βρισκόταν δίπλα στο μοναδικό παράθυρο του δωματίου.
Ο άλλος όμως έπρεπε να περνάει όλη την ώρα του ξαπλωμένος…
Και οι δύο μιλούσαν για ώρες αδιάκοπα. Μιλούσαν για τις γυναίκες τους και τις οικογένειές τους, τα σπίτια τους, τις δουλειές τους, τη θητεία τους στο στρατό, πού πήγαν διακοπές.
Κάθε απόγευμα, όταν αυτός δίπλα στο παράθυρο μπορούσε να σηκωθεί, περνούσε την ώρα του περιγράφοντας στον «συγκάτοικό» του όλα όσα μπορούσε να δει έξω από το παράθυρο. Ο άλλος άρχιζε να ζει γι’ αυτές τις περιόδους μίας ώρας όπου μπορούσε να ανοιχτεί και να ζωογονηθεί ο δικός του κόσμος από όλη τη δραστηριότητα και το χρώμα από τον κόσμο εκεί έξω.
Το παράθυρο «έβλεπε» ένα πάρκο με μια όμορφη λιμνούλα. Πάπιες και κύκνοι έπαιζαν στα νερά ενώ παιδιά αρμένιζαν τα καραβάκια τους. Ερωτευμένοι νέοι περπατούσαν χέρι-χέρι ανάμεσα σε κάθε χρώματος λουλούδια και μια ωραία θέα του ορίζοντα της πόλης μπορούσε να ειδωθεί στο βάθος.
Καθώς εκείνος στο παράθυρο περιέγραφε όλο αυτό με θεσπέσια λεπτομέρεια, ο άνδρας στο άλλο μέρος του δωματίου έκλεινε τα μάτια του και φανταζόταν αυτό το γραφικό σκηνικό.
Ένα ζεστό απόγευμα, εκείνος στο παράθυρο περιέγραφε μία παρέλαση που περνούσε. Αν και ο άλλος δεν μπορούσε να ακούσει τη φιλαρμονική - μπορούσε να τη δει στο μάτι του μυαλού του, καθώς ο κύριος δίπλα στο παράθυρο το απεικόνιζε με παραστατικές λέξεις.
Μέρες, βδομάδες και μήνες πέρασαν…
Ένα πρωί, η νοσοκόμα ήρθε να τους φέρει νερά για το μπάνιο τους και είδε το άψυχο σώμα του άνδρα δίπλα στο παράθυρο, ο οποίος πέθανε ειρηνικά στον ύπνο του. Ξαφνιάστηκε και κάλεσε τους θεράποντες ιατρούς. Ήρθαν οι γιατροί και δόθηκε εντολή να πάρουν τον νεκρό.
Όταν θεωρήθηκε πρέπον, ο ασθενής ρώτησε αν θα μπορούσε να μεταφερθεί δίπλα στο παράθυρο. Η νοσοκόμα ευχαρίστως έκανε την αλλαγή. Εφ' όσον σιγουρεύτηκε ότι ο ασθενής αισθανόταν άνετα, τον άφησε μόνο.
Σιγά, επώδυνα, στηρίχτηκε στον ένα αγκώνα του για να δει τον έξω κόσμο. Αλλά αντίκρισε έναν λευκό τοίχο!
Ρώτησε τη νοσοκόμα τι θα μπορούσε να είχε αναγκάσει τον συχωρεμένο συγκάτοικό του ο οποίος περιέγραφε τόσο έξοχα. Η νοσοκόμα αποκρίθηκε πως δεν μπορούσε να δει ούτε καν τον τοίχο, διότι ήταν τυφλός! Και πρόσθεσε: «Ίσως να ήθελε απλά να σου δώσει θάρρος!»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου