Κυριακή 16 Μαρτίου 2008

Το παράπονο ενός βιβλίου

Νέα Υόρκη, Μάρτιος 2008
Του
Διονύση Ε. Κονταρίνη*
denniskontarinis@yahoo.com

Φίλοι μου γειά σας.
Είμαι ένα ελληνικό βιβλίο της ξενητιάς. Ένα βιβλίο που έχει γράψει κάποιος δικός μας, Έλληνας μετανάστης. Απόδημος, όπως αρέσει να τους ονομάζουν. Κάποιοι λένε ότι είμαι ένα καλό βιβλίο αλλά δεν με αγοράζουν. Άλλοι λένε ότι δεν αξίζω τίποτα και ούτε αυτοί με αγοράζουν. Πάντως εγώ είμαι ένα ελληνικό βιβλίο της ξενητιάς. Έχω ένα όμορφο εξώφυλλο με μιά έγχρωμη φωτογραφία από κάποιο τοπίο. Ο τίτλος του βιβλίου είναι γραμμένος με μεγάλα γράμματα.

Ολόκληρο το κείμενο κάνοντας "κλικ" στα Σχόλια
* Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Διονύσης Κονταρίνης, είναι ένα ξεχωριστό μέλος του Ελληνισμού των ΗΠΑ, με σημαντικό έργο και αρκετά πλούσια δράση.

2 σχόλια:

  1. Το παράπονο ενός βιβλίου

    Του
    Διονύση Ε. Κονταρίνη
    denniskontarinis@yahoo.com
    Νέα Υόρκη, Μάρτιος 2008

    Φίλοι μου γειά σας.
    Είμαι ένα ελληνικό βιβλίο της ξενητιάς. Ένα βιβλίο που έχει γράψει κάποιος δικός μας, Έλληνας μετανάστη. Απόδημος, όπως αρέσει να τους ονομάζουν. Κάποιοι λένε ότι είμαι ένα καλό βιβλίο αλλά δεν με αγοράζουν. Άλλοι λένε ότι δεν αξίζω τίποτα και ούτε αυτοί με αγοράζουν. Πάντως εγώ είμαι ένα ελληνικό βιβλίο της ξενητιάς. Έχω ένα όμορφο εξώφυλλο με μιά έγχρωμη φωτογραφία από κάποιο τοπίο. Ο τίτλος του βιβλίου είναι γραμμένος με μεγάλα γράμματα. Στο οπισθόφυλλό μου είναι η βιογραφία αυτού του φουκαρά που με έγραψε. Εκεί, σ’ αυτό το οπισθόφυλλο, αναφέρει τις σπουδές του, τους τίτλους του, τους αγώνες του, τι έχει γράψει και τι άλλο θα γράψει – αν τα καταφέρει – και έχει και μιά φωτογραφία του. Είναι συμπαθητικός παρ’ όλη την καράφλα του και την κάπως κακοφτιαγμένη μύτη του. Κατά τα άλλα είναι καλός. Πολύ καλός. Σαν άνθρωπος εννοώ. Σαν συγγραφέας, εγώ τι να πω; Αν κάποιος αποφασίσει να με διαβάσει ίσως να πει μιά γνώμη.
    Είμαι ένα ελληνικό βιβλίο της ξενητιάς λοιπόν σαν όλα τα άλλα. Έχω κι εγώ τις σελίδες μου με τα νούμερά τους, έχω όμορφα γράμματα και μερικές φωτογραφίες.
    Κατοικώ σ’ ένα ελληνικό παντοπωλείο της Νέας Υόρκης. Δεν έχει σημασία αν είναι στην Αστόρια, στο Μπρούκλυν, στο Φλάσινγκ. Σημασία έχει ότι είναι ένα ελληνικό παντοπωλείο που με φιλοξενεί – καλωσύνη του - με την ελπίδα να με πουλήσει να πάρει κάποια δολλάρια και να πάρει και άλλα λίγα αυτός ο φουκαράς που στραβώθηκε να με γράψει.
    Βέβαια θα μπορούσα να κατοικώ στη βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου παρέα με άλλα βιβλία και όχι με τις εληές και τις σαρδέλες. Βλέπετε όμως κανείς δεν φρόντισε να υπάρχει ένα βιβλιοπωλείο για μας. Για τα ελληνικά βιβλία της ξενητιάς. Ποιός να φροντίσει;
    Εδώ, στο παντοπωλείο που βρίσκομαι έχω τη τιμή να συγκατοικώ με τις εληές και τις σαρδέλες. Μη γελάτε! Τι συντροφιά περιμένατε να έχω σε ένα παντοπωλείο; Και δεν είναι μόνο αυτές. Λίγο πιό πέρα διακρίνω κάτι τυριά, σε κάποια ράφια είναι τα όσπρια κι’ ακόμη υπάρχουν ταραμοσαλάτες, τυροκαφτερές, διάφορα τουρσιά, λακέρδες, χταποδάκι ξυδάτο φύλλο για μπακλαβά και κανταΐφι και πολλά άλλα. Όλοι μαζύ πιστέψτε με είμαστε μιά πάρα πολύ όμορφη παρέα.
    Η αλήθεια είναι πως σαν πρωτόρθα εδώ όλοι αυτοί με κοίταξαν με κάποια απορία. Ένα βιβλίο ανάμεσά μας, αναρωτήθηκαν. Τι ζητάει εδώ μέσα. Βέβαια εγώ δεν τους έδωσα σημασία. Προσπάθησα να κρατηθώ στο ύψος μου. Να κρατήσω τη θέση μου. Είμαι ένα βιβλίο, έλεγα στον εαυτό μου. Ένα ελληνικό βιβλίο της ξενητιάς. Δεν θα γίνω το ίδιο με τις εληές και τις σαρδέλες! Με τον καιρό όμως συνήθισα. Άρχισα να τους συμπαθώ όλους εκεί μέσα. Κι ακόμη άρχισε να μην με ενοχλεί η μυρουδιά του μπακάλικου.
    Παρακολουθώ τους πελάτες που έρχονται για να ψωνίσουν. Αγοράζουν από όλα τα είδη. Κανείς τους όμως δεν ρίχνει μιά ματιά και σε μένα. Βλέπω τις εληές και τις σαρδέλες να φεύγουν, να έρχονται άλλες, να φεύγουν κι αυτές κι εγώ μένω εκεί. Κανείς δεν με κοιτάζει. Καμμιά φορά κάποιος μου δίνει και μιά σπρωξιά γιατί τον εμποδίζω να δει καλύτερα τις εληές και τις σαρδέλες. Ένας άλλος πάλι με πήρε και με πέταξε πάνω σ’ ένα τσουβάλι με φασόλια γίγαντες.
    Κάπου-κάπου περνάει αυτός ο ταλαίπωρος που με έγραψε, ο συγγραφέας που λένε, ρίχνει μιά ματιά, βλέπει πως είμαι εκεί και φεύγει απελπισμένος. Τον λυπάμαι τον κακομοίρη. Αλλά τι να του κάνω κι εγώ. Ήρθε στην ξενητιά για να προκόψει κι αντί να πάει να πουλάει εληές και σαρδέλες πήρε να γράφει βιβλία. Ποιός του φταίει;
    Μιά μέρα που μπήκε στο μπακάλικο το αφεντικό του έβαλε τις φωνές.
    -Φίλε. Πάρε τη σαβούρα σου από δω να μου αδειάσεις το χώρο. Τον χρειάζομαι για να βάλω άλλα πράμματα να βγάλω κάνα δολλάριο.
    -Εν τάξει άνθρωπέ μου, του λέει ο δικός μου, ο συγγραφέας. Θάρθω αύριο να τα πάρω. Θα πάνε όλα για τη χωματερή.
    Τώρα βέβαια εγώ δεν ξέρω τι είναι η χωματερή αλλά φαντάζομαι ότι θα είναι κάτι χειρότερο από το μπακάλικο γιατί τον είδα, τον δικό μου, σε μιά στιγμή να δακρύζει. Έσκυψε, με πήρε στα χέρια του, με κοίταζε καλά-καλά και είδα το δάκρυ που κυλούσε από το μάτι του. Τον λυπήθηκα τον φουκαρά. Γι’ αυτό σας λέω φίλοι μου. Κάντε κάτι. Προωθήστε αυτό το γράμμα.
    Διον. Ε. Κονταρίνης.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μιά κατάθεση ψυχής...ένα παράπονο και μια κραυγή...η αποσύνθεση ενός παλιού κόσμου και η χαραυγή ενός καινούργιου...αν δεν σαπίσει ο σπόρος στο χώμα δεν βγαίνει το καινούργιο....αν δεν πεθάνει το παλιό δεν αναδύεται το καινούργιο.
    Είμαστε στη φάση τη μεταβατική....σε λίγο θα έρθει το καινούργιο ! Υπομονή για όσους μπορούν....αγώνας για όσους δύνανται !
    Πλακιάς Γεώργιος

    ΑπάντησηΔιαγραφή