Σήμερα στη 1 μ.μ. το Παρατηρητήριο Φτώχειας τραβάει την «κουΐντα» της... ανάπτυξης και στο Αμφιθέατρο της ΓΣΕΕ, προβάλλει την ελληνική σκληρή πραγματικότητα για την «λάμπουσα πενία» στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, στην Ημερίδα που συνδιοργανώνεται με το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, το Παρατηρητήριο Φτώχειας, Εισοδημάτων, Ανισοτήτων και Κοινωνικού Αποκλεισμού (ΠΑΦ-ΕΑΚ), παρουσιάζεται το ετήσιο πόρισμά του σχετικά με το επίπεδο της φτώχειας στην ελληνική επικράτεια.
Η φτώχεια στην Ελλάδα σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρώπης και σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Eurostat (1995-2006), έχουν ως εξής:
· Το 2006 η Ελλάδα εμφανίζει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό φτώχειας στην ΕΕ-27 μετά τη Λετονία. 1 στους 5 κατοίκους στην χώρα μας (20,1%) βρίσκεται κάτω από το όριο φτώχειας. Το ποσοστό μακροχρόνιας φτώχειας ανέρχεται στο 14% (δεύτερο μεγαλύτερο στην ΕΕ-15).
· Η σύγκριση του επιπέδου φτώχειας μεταξύ των χωρών της ΕΕ αποκρύπτει τις τεράστιες διαφορές στο επίπεδο διαβίωσης όταν γίνεται με βάση τις εθνικές γραμμές σχετικής φτώχειας. Υιοθετώντας, π.χ., τη γραμμή φτώχειας της Δανίας καταλήγουμε ότι περισσότερο από το 40% των Ελλήνων είναι φτωχοί!
· Ομαδοποιώντας τις ευρωπαϊκές χώρες σε τέσσερεις διακριτούς τύπους κοινωνικού κράτους διαπιστώνουμε ότι την υψηλότερη φτώχεια εμφανίζουν οι χώρες της Νοτίου Ευρώπης (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία) καθώς και οι χώρες με φιλελεύθερο κοινωνικό κράτος (Βρετανία, Ιρλανδία). Αντίθετα τη χαμηλότερη φτώχεια και ανισότητα εμφανίζουν οι χώρες με σοσιαλδημοκρατικό καθεστώς ευημερίας (Δανία, Σουηδία, Φινλανδία, Ολλανδία) και ακολουθούν οι χώρες με συντηρητικό-κορπορατιστικό τύπο κοινωνικού κράτους (κυρίως χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης).
· Οι διαφοροποιήσεις στο ποσοστό φτώχειας μεταξύ των χωρών της ΕΕ δεν ερμηνεύονται ικανοποιητικά από διαφορές στο επίπεδο οικονομικής μεγέθυνσης.
· Οι διαφορές στο ποσοστό ανεργίας μεταξύ των χωρών της ΕΕ δεν ερμηνεύουν ικανοποιητικά τις διαφορές στο επίπεδο φτώχειας. Στην Ελλάδα, παρόλο που οι άνεργοι εμφανίζουν υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας από τους εργαζόμενους, έχουν πολύ μικρή συμμετοχή στην συνολική φτώχεια.
· Οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης εμφανίζουν παρόμοια ποσοστά φτώχειας με αυτά των ανέργων γεγονός που θέτει σε αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητα, ως προς τη μείωση της φτώχειας, των πολιτικών που προωθούν τις ευέλικτες σχέσεις εργασίας και τη μερική απασχόληση.
· Οι κοινωνικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ (και κυρίως αυτές πλην των συντάξεων) ερμηνεύουν σε σημαντικό βαθμό τις διαφορές στα ποσοστά φτώχειας μεταξύ των χωρών της ΕΕ-15. Οι κοινωνικές μεταβιβάσεις στην Ελλάδα (δηλαδή τα διάφορα επιδόματα, βοηθήματα κλπ εκτός των συντάξεων) παρουσιάζουν τη μικρότερη αποτελεσματικότητα στη μείωση της φτώχειας μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27, γεγονός το οποίο φανερώνει την αναποτελεσματικότητα του συστήματος κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, η μείωση που επιφέρουν οι κοινωνικές μεταβιβάσεις στο ποσοστό φτώχειας της Ελλάδος είναι μόλις 6,5%, όταν το αντίστοιχο μέσο ποσοστό μείωσης στην ΕΕ-15 είναι 24,9%.
Τα συμπεράσματα από τα πρωτογενή στοιχεία του ΠΑΦ-ΕΑΚ, της Eurostat και της ΕΣΥΕ, έχουν ως εξής:
· Παρά τη σημαντική άνοδο του ΑΕΠ στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία, η φτώχεια και η ανισότητα παραμένουν σχεδόν αμετάβλητες.
· Το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής ανισότητας στην Ελλάδα οφείλεται στην ανισότητα που υπάρχει εντός των κοινωνικών ομάδων. Η υιοθέτηση γενικών μέτρων καθολικής εμβέλειας, μέσω της ενίσχυσης των χαμηλών εισοδημάτων, εμφανίζεται ως το πλέον κατάλληλο και αποτελεσματικό μέτρο για την άμβλυνση της ανισότητας.
· Μία πληθυσμιακή ομάδα φαίνεται να συγκεντρώνει, βάσει των επίσημων στοιχείων της Eurostat (EU-SILC 2005) και τρεις διαφορετικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις, μεταξύ 52% και 65% του συνόλου των φτωχών: νοικοκυριά στα οποία «ηγείται» μισθωτός ή συνταξιούχος. Επιπρόσθετα, περίπου το ένα τρίτο των φτωχών νοικοκυριών περιστρέφονται γύρω από μισθωτό ή αυτοαπασχολούμενο. Συνεπώς, η φτώχεια στην Ελλάδα αφορά σε μεγάλο βαθμό φτωχούς εργαζόμενους και φτωχούς συνταξιούχους, κάτι που εξηγεί γιατί η φτώχεια δεν μειώνεται όταν αυξάνεται η απασχόληση και κάμπτεται το ποσοστό ανεργίας (ιδίως όταν η αύξηση αυτή αφορά μερική απασχόληση).
· Το ΠΑΦ-ΕΑΚ, μη επαφιόμενο στην μελέτη των επίσημων στοιχείων της ΕΣΥΕ και της Eurostat, προέβη σε υπολογισμό πρωτογενών δεδομένων με τα οποία ελέγχει την εγκυρότητα των επίσημων στοιχείων της ΕΣΥΕ. Παραδείγματος χάριν, σύμφωνα με την ΕΣΥΕ, το χρηματικό όριο της φτώχειας στην Ελλάδα για το 2005 διαμορφώνεται στο μηνιαίο ποσό των €473 ανά άτομο. Για το 2008 προβλέπεται να ανέβει λίγο πάνω από τα €500. Τα πρωτογενή στοιχεία του ΠΑΦ-ΕΑΚ καταδεικνύουν πως μόνο για ενοίκιο απαιτούνται το 2008 (στην Αττική), μηνιαίως, τουλάχιστον 280€ ανά άτομο και €565 για μια τετραμελή (2 ενήλικες και 2 παιδιά κάτω των 14 ετών) οικογένεια. Αυτό σημαίνει πως ο πολίτης τον οποίο η επίσημη πολιτεία θεωρεί ότι βρίσκεται μόλις πάνω από το όριο της φτώχειας καλείται να επιβιώσει με €7 και 34 λεπτά ημερησίως. Όσο για την τετραμελή οικογένεια, η ΕΣΥΕ κρίνει ότι δεν είναι φτωχή εάν, αφού καταβάλει το ελάχιστο ενοίκιο που εκτίμησε το ΠΑΦ-ΕΑΚ, διαθέτει κάτι παραπάνω από €15 και 88 λεπτά την ημέρα για όλα τα έξοδα των δύο παιδιών και των γονιών τους. Είναι προφανές ότι οι επισήμως μη φτωχοί είναι πάμπτωχοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου