Σάββατο 4 Μαΐου 2013

Τότε στου Ζωγράφου, το Πάσχα φορούσαμε άσπρα σοσόνια!

Το Πάσχα στην Αθήνα του άλλοτε - την «πικρή» δεκαετία της μετανάστευσης και την επόμενη «χρυσή» του '60 - δεν είχε καμμία σχέση με αυτό που υποτυπωδώς γιορτάζουμε σήμερα - ακόμη και από θρησκευτικής απόψεως...
Τότε οι γειτονιές ήταν ήσυχες, γιατί δεν υπήρχε ηχορρύπανση. Ο ένας βρισκόταν πιο κοντά στον άλλον, γιατί δεν είχαμε όλοι τηλέφωνα. Τα σπίτια είχαν κήπους, γιατί δεν είχαμε πολυκατοικίες. Κάθε δρόμος είχε τις ακακίες του, τις νεραντζιές του και μοσχοβολούσαν οι πασχαλιές, οι πανσέδες, οι βιολέτες, γιατί δεν είχαμε όλοι αυτοκίνητα...
Ήταν μία Αθήνα, λίγο πιό ανθρώπινη. Ένας λαός στερημένος, που μόλις είχε βγάλει έναν πόλεμο, μία Κατοχή και έναν εμφύλιο. Που έβλεπε την ανέχεια να διώχνει τα παιδιά του και να τα στέλνει να δουλέψουν στις στοές των ορυχείων του Σαάρ και στις γερμανικές φάμπρικες ...
«Θα φύγω μανούλα - μην κλάψεις για μένα» και η φωνή του Καζαντζίδη να ζωγραφίζει τη γκρίζα και θυμωμένη Αθήνα, που έσκαγε το χαμόγελό της μόνο Λαμπρή και Πρωτομαγιά.
Ήταν οι δύο εαρινές παρενθέσεις, με το Πάσχα να μην είναι μία σκέτη γιορτούλα για τσάρκες στα μπαράκια τής Μυκόνου και με την Πρωτομαγιά να μην είναι αργία, αλλά απεργία!
Τότε το Πάσχα είχε χρώμα από Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και το ραδιόφωνο μεγαλοβδομαδιάτικα έπαιζε πένθιμα κλασσικά και δεν μας ενοχλούσε... Τηλεοράσεις δεν είχαμε και τα Πάθη τα βλέπαμε στον εξώστη του «Άδωνι», με μιά δραχμή πασατέμπο και πίνοντας «Ταμ Ταμ»!
Σε αυτή την Αθήνα της ανέχειας και της μιζέριας, των «κοινωνικών φρονημάτων» και του αυταρχισμού, με τα συλλαλητήρια, το 1-1-4 και τις πορείες Ειρήνης, με το παρακράτος και τους σηκωμένους γιακάδες, όταν ξεπρόβαλε το Πάσχα, ο κοσμάκης έπαιρνε μιάν ανάσα και έλεγε «Χριστός Ανέστη» - «Αληθώς ο Κύριος»...
Τότε το Ελληνικό Πάσχα, ήταν περισσότερο ελληνικό και είχε την προετοιμασία του - και πάντα με την συνταγή της... γιαγιάς!
Πριν το Σάββατο του Λαζάρου είχαν γίνει όλες οι δουλειές στο σπίτι μέσα κι έξω, με πλύσιμο της αυλής, του πεζοδρομίου - ακόμη και του... οδοστρώματος!
Η Μεγάλη Δευτέρα και η Μεγάλη Τρίτη, ξημέρωναν με ευωδίες από την κουζίνα, αφού οι μαμάδες, έφτιαχναν τα κουλουράκια και τα τσουρέκια.
Μέχρι τη Μεγάλη Τετάρτη, είχαμε πάει με τους μπαμπάδες στα εμπορικά, για να πάρουμε άσπρα παπούτσια για να τα φορέσουμε με τα... «καλά» μας, το πρωί της Κυριακής του Πάσχα!
Την Μεγάλη Πέμπτη οι μαμάδες έβαφαν τα αυγά και τα πιτσιρίκια έτρεχαν στα ψιλικατζίδικα για να διαλέξουν τις χαλκομανίες που θα κολλούσαν στα κελύφη. Άλλοι μάζευαν φυλλαράκια και τα έβαζαν πριν το βράσιμο για την βαφή. Μετά τα ξεκολλούσαν και ήταν έτοιμο το σχέδιο!
Η Μεγάλη Παρασκευή, ήταν «νεκρή» μέρα. Συννεφιασμένη και με δάκρυα ο ουρανός. Δεν στρώναμε τραπέζι, δεν τρώγαμε λάδι και από το απόγευμα στην εκκλησία - όπως το ίδιο γινόταν και όλες τις προηγούμενης μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας. Ήταν η μέρα του Επιτάφιου, που τον στόλιζαν ξενυχτώντας τα κορίτσια.
Όταν έφευγε η μέρα, σταματούσε η βροχή, ξάνοιγε ο ουρανός και το φως των αστεριών έφερνε την ώρα της περιφοράς του Επιταφίου. «Ω, γλυκύ μου έαρ - γλυκύτατόν μου τέκνον...». Οι μεγάλοι μ' ένα κερί στο χέρι και οι μικροί με ένα «φαναράκι» ακολουθούσαμε τον Επιτάφιο. Άλλοι έψελναν κι άλλοι κουτσομπόλευαν! Σε κάθε σταυροδρόμι στάση και άντε πάλι η περιφορά - με τους προσκόπους σε φάλαγγα κατ' άνδραν εκατέρωθεν της πομπής και με τα κοντάρια τους στο «υπό μάλης»...
Τα στομάχια είχαν αρχίσει να γουργουρίζουν και αφού λέγαμε ότι περνούσε η μέρα, όλο και κάποιο μαλάκιο ή γαριδούλα θα γινόταν βορρά του κάθε νηστεύσαντα, αλλά... έχοντα!
Το Μεγάλο Σάββατο ξημέρωνε και «εύρισκε» τις λευκές λαμπάδες πάνω στο κομοδίνο. Οι μπαμπάδες πήγαιναν στην κεντρική αγορά για το αρνί και τα άλλα συνοδευτικά, οι μαμάδες στο σπίτι για τις δέουσες προετοιμασίες και τα παιδιά στο πώς θα βουτήξουνε κανένα κουλουράκι αμμωνίας!
Τα «τριγωνάκια», οι «γουρούνες» και οι κάθε είδους «τρακατρούκες», έκαναν την Ανάσταση προκαταβολικά! Ένα κλειδί πόρτας δωματίου (με τρύπα), που το γέμιζε με ξυμένα σπίρτα, μία πρόκα και ένα σχοινί, αποτελούσαν για τον Νίκο Μπούζα, τα «εγκληματικά» συστατικά για μια πολύ απλή «τρομοκρατική» ενέργεια! «Μπαμ!» και τα περιστέρια εγκατέλειπαν το καμπαναριό του Αγίου Θεράποντα! Κι ο κυρ-Αλέκος από απέναντι, έκανε τις συστάσεις του...
Πιο διακριτικοί ο Άρης ο Σισμάνης, ο Στέλιος ο Πολίτης κι εγώ, που πηγαίναμε πίσω από το ανεγειρόμενο τότε Πολυτεχνείο και προβαίναμε σε... εκτοξεύσεις πυραύλων, με κύριο καύσιμο την... ασετιλίνη! Ανάβαμε το φυτίλι και τρέχαμε να κρυφτούμε... Ωραίες πτήσεις!
Το απομεσήμερο και το απόγευμα του Μεγάλου Σαββάτου, ήταν αρκετά ήσυχο στις γειτονιές της Αθήνας, αφού οι πιτσιρικάδες είχαν μαζευτεί για «υποχρεωτική» ξεκούραση λόγω του «Χριστός Ανέστη»! Όμως, δεν συνέβαινε το ίδιο για τους εργαζόμενους, καθώς τότε οι «τυχεροί» δούλευαν μέχρι το μεσημέρι και οι υπόλοιποι (μπακάλικα, μανάβικα, κρεοπωλεία κ.ά.) μέχρι και το βράδυ. Ίσα που προλάβαιναν την Ανάσταση...
Κατά τις 11, οι Αθηναίοι ξεπόρτιζαν οικογενειακώς με κατεύθυνση την εκκλησία της ενορίας τους. Βέβαια, οι περισσότεροι έφταναν στην εκκλησία στο... «παραπέντε» - ένα... «έθιμο» που διατηρείται μέχρι και σήμερα!
Όλοι κρατούσαν τις άσπρες λαμπάδες τους και τα κορίτσια τις είχαν στολισμένες με μεταξωτές κορδέλες. Τότε υπήρχε λίγο φινέτσα στον Έλληνα και λαμπάδες με τα «σφουγγαράκια» και τα «διαολάκια» δεν υπήρχαν...
Με το... «Δεύτε λάβετε Φως» του παπά-Νικόλα, γινόταν χαμός ποιός θα πρωτανάψει. Ταυτόχρονα άρχιζαν οι... βομβαρδισμοί. Κι όταν ακουγόταν το «Χριστός Ανέστη», με το πρώτο «Χρ...» έπεφτε το φιλί της Αγάπης, τσουγκρίζανε τα κόκκινα αυγά και με τρόπο αρχίζαμε να αποχωρούμε... Κι ο παπάς φώναζε «Μη φεύγετε ακόμη! Λίγο ησυχία! Η Λειτουργία της Αναστάσεως δεν ετελείωσε!». Κάθε χρόνο το ίδιο έλεγε...
Τα πολύχρωμα βεγγαλικά φώτιζαν τον ουρανό του Ζωγράφου - αυτής της ήσυχης αθηναϊκής περιοχής, στα χρόνια του δήμαρχου Γρηγορίου Κουσίδη, του δάσκαλου Νικόλαου Μπραούζη και του κυρ-Μέμμου του περιπτερά...
Το πρωΐ της Λαμπρής, όλοι μας φορούσαμε τα καλά μας και με... σήμα κατατεθέν το άσπρο παπούτσι με το άσπρο σοσόνι! Τα αρνιά στις σούβλες, τα πικ-απ στις αυλές και τα πιτσιρίκια στους δρόμους, για να σπάνε τα αυγά, μέχρι να έρθει η ώρα του μεγάλου γλεντιού, που «έβαφε» τις γειτονιές «γαλανόλευκες». Από εδώ ν' ακούς δημοτικά, απ' απέναντι «άσ' τα τα μαλλάκια σου» και πιο κάτω ο Μπιθικώτσης να λέει «κάντε υπομονή»...
Το αθηναϊκό Πάσχα του άλλοτε, είχε «χρώμα» και «γεύση». Μπορεί να μην ήταν με νταούλια και κλαρίνα, αλλά σίγουρα δεν έψηνες το αρνί βλέποντας κάποιο... ριάλιτυ! Το έθιμο κάπως λειτουργούσε, καθώς τότε ήξεραν ότι: Ελληνικό Πάσχα χωρίς... Παπαδιαμάντη κι... άσπρο σοσόνι δεν γίνεται! Σήμερα τι κάνουμε...

1 σχόλιο:

  1. Όσο μεγαλώνουμε, καλέ κι αγαπημένε μου φίλε, θέλοντας και μη, όλο και κάτι πετάμε στο δρόμο, από τα υπέροχα χρόνια της ανεμελιάς και των ονείρων. Κρατάμε πάντα γερά, όμως, -έτσι αισθάνομαι- αυτά τα ιδιαίτερα… ακόμη κι αυτή την ευωδιά της Μεγάλης Εβδομάδας. Κι ας γέμισε ο κόσμος διαφημίσεις παιχνιδιών, που ξετρελαίνουν τα παιδιά κι ας γέμισε ο κόσμος φρίκη και αγωνία...
    Δεν θα μπορούσα χωρίς αυτές τις αναμνήσεις, που είναι πολύ ιδιαίτερες και για μένα (και που δεν ξεθώριασαν τόσα χρόνια στην ξενιτιά), και να σου πω πως, ειδικά τις μέρες τούτες, φέρνουν τους Αγαπημένους μου εδώ, όπως τότε… στα ίδια μέρη τα γνωστά… μ’ αυτούς τους ήχους κι αυτές τις εικόνες.
    Κι ενώ όλα άλλαξαν, τίποτα δεν άλλαξε! Κρατώ μέσα μου ολοζώντανες τις Στιγμές Εκείνες ενώ προσπαθώ να ζω τις στιγμές τούτες και νιώθω πλούσια την καρδιά μου, και προσπαθώ να κάνω κάθε τωρινή εικόνα να έχει όλο το Βάθος που χρειάζεται για να είναι Μεγάλη!

    «Χριστός Ανέστη»!
    Είναι υπέροχο και θαυμαστό πως πράγματι… Ανέστη. Κι ελπιδοφόρο μέσα στην καταχνιά και στον ορυμαγδό που μας δέρνει.

    Καλή Ανάσταση! Να χαίρεσαι όσους αγαπάς!

    ΑπάντησηΔιαγραφή