Του Πρωτοπρ.
Γεώργιου Δ. Μεταλληνού
Ὁμότιμου Καθηγητή ΕΚΠΑ
Τό 1983 μιά ἐπιφυλλίδα τοῦ διακεκριμένου Διανοουμένου, Καθηγητῆ Χρήστου Γιανναρᾶ, στήν ἐφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» προκάλεσε τόν κύκλο τῶν Εὐρωπαϊστῶν μας, αἰφνιδιάζοντας συνάμα καί τήν ὑπνώττουσα ἀστοχριστιανική συνείδηση τῶν συντηρητικῶν «ἐθνικιστῶν» Χριστιανῶν. Ὁ τίτλος ἦταν: «Finis Graeciae;» (Τό τέλος τῆς Ἑλλάδος;). Προκλήθηκε θόρυβος καί ἒντονες ἀντιδράσεις. Γιατί; Στίς 28 Μαρτίου 1979 εἶχε ὑπογραφεῖ ἡ ἒνταξή μας στήν Ἑνωμένη Εὐρώπη, καί δέν εἶχαν ἀκόμη κοπάσει οἱ πανηγυρισμοί τῶν πάντα ἀνυποψίαστων εὐρωπαϊστῶν μας.
Ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς ἀνῆκε στήν ὁμάδα ἐκείνων, πού μόνιμα ἀντιμετωπίζουμε κριτικά τήν ἀπόφαση αὐτή καί χαρακτηριστήκαμε ἀπό τόν μαρξιστή κ. Γιάννη Μηλιό τοῦ «Ὁδηγητῆ» καί τόν ἀκροδεξιό Θεολόγο Καθηγητή Παναγιώτη Χρήστου, «Νεοορθόδοξοι». Ἀνάμεσά τους ὁ μακαρίτης Κωστῆς Μοσκώφ, ὁ Κώστας Ζουράρης καί πολλοί ἂλλοι, μέχρι τούς σεβαστούς ἁγιορεῖτες π. Γεώργιο Καψάνη καί π. Βασίλειο Γοντικάκη. Ὃλοι ἐκεῖνοι, δηλαδή, πού λάβαμε μέρος στόν χριστιανομαρξιστικό Διάλογο καί ἀντιμετωπισθήκαμε μέ καχυποψία ἀπό τά ἀσύμπτωτα μεταξύ τους ἂκρα τοῦ ἰδεολογικοῦ μας φάσματος.
Ἡ ἒνταξη τῆς Χώρας μας στήν Εὐρωπαϊκή Ἓνωση εἶναι ἡ ὁλοκλήρωση μιᾶς μακρόσυρτης διαδικασίας, πού ἀρχίζει μετά τό σχίσμα (9ος-11ος αἰ.) Ἡ Πανευρώπη ὑπό τήν φραγκική ἡγεσία, ἦταν τό μόνιμο ὂνειρο τῶν Ἑνωτικῶν (δυτικιζόντων τότε καί εὐρωπαϊστῶν σήμερα). Πρόκειται γιά τούς Διανοουμένους καί Πολιτικούς, πού συγκροτοῦν τήν «δυτική παράταξη» (μή λησμονοῦμε, ὃτι καί ὁ μαρξιστικός κομμουνισμός τῆς Σοβιετικῆς Ἓνωσης «Εὐρώπη» εἶναι). Ἀπέναντί της εἶναι ἡ «ἀνατολική παράταξη», τῶν πατερικά Ὀρθοδόξων ἀπό τόν Κλῆρο καί τόν Λαό μας.
1. Πατέρας τῆς σημερινῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης, πού ἀποτελεῖ ὀργανική συνιστῶσα τῆς Νέας Τάξης, τῆς Παγκοσμιοποίησης καί τῆς Νέας Ἐποχῆς, εἶναι ὁ Καρλομάγνος (768-814), ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός τοῦ ‘Ορθοδόξου Ἑλληνισμοῦ,τῆς Ρωμηοσύνης. Γι’ αὐτό ἡ Ἑνωμένη Εὐρώπη ἀμείβει μέ τό βραβεῖο «Καρλομάγνου» τούς πρωτεργάτες καί τά διακεκριμένα ὂργανά της, μέ πρόσφατο ἐκπρόσωπο τῆς ὁμάδας αὐτῆς τόν «φίλτατο» στούς Ἓλληνες Schäuble. Μέ τόν Καρλομάγνο καί τούς Φράγκους του καθιερώνεται ἀπό τόν 8ο-9ο αἰώνα τό ἂσβεστο μίσος τῆς Εὐρώπης ἀπέναντι στόν Ἑλληνισμό καί τήν Ὀρθοδοξία, λόγω τῆς σχέσης της μέ τήν ἑλληνικότητα, πού φανερώνεται σέ κάθε ἱστορική στιγμή, πού ἡ Δύση , στό σύνολό της, παίρνει θέση ἀπέναντι στήν «Καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή». Ὁ στόχος τῆς ἑτερόδοξης Δύσεως δέν εἶναι ἂλλος ἀπό τήν καθολική ἃλωση τῆς Ὀρθοδοξίας, κυρίως τήν πνευματική, καί τήν οὐνιτικοποίηση –δηλαδή τήν ἀλλοτρίωση- τῆς ὀρθόδοξης Ἑλληνικότητας, τῆς Ρωμηοσύνης.
Κορυφαία στιγμή στήν προσπάθεια τῆς Εὐρώπης νά ἁλώσει καί ὑποτάξει τήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ἦταν ἡ ἃλωση τῆς Πόλης ἀπό τούς Φράγκους Σταυροφόρους, τό 1204 (12/13 Ἀπριλίου) καί ἡ διάλυση τῆς αὐτοκρατορίας μας. Ὁ φραγκικός κόσμος μετά τό σχίσμα (1054) καί ἡ κορυφή του ὁ Πάπας, ζοῦσαν μέ ἓναν ἀνομολόγητο πόθο, τήν ὑποταγή τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς. Οἱ σταυροφορίες, ὃπως ἀποδείχθηκε, εἶχαν αὐτό ὡς κύριο στόχο. Ἱστορικοί, ὃπως ὁ Στῆβεν Ράνσιμαν (Οἱ σταυροφορίες ...) καί ὁ Ernle Bradford (Ἡ προδοσία τοῦ 1204, στά γερμανικά), μεταξύ ἂλλων, ἐφώτισαν ἐπαρκῶς τό θέμα.
Ἡ πρώτη ἃλωση τῆς Πόλης (1204) ἀνοίγει τόν δρόμο γιά τήν ἃλωση τοῦ 1453. Ὑπάρχει μάλιστα, γενετική σχέση μεταξύ τῶν δύο ἁλώσεων. Ἀπό τό 1204 ἡ Πόλη καί σύνολη ἡ αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης, ἡ Ρωμανία, ὃπως εἶναι τό ἀληθινό ἀπό τόν 4ο αἰώνα ὂνομά της, δέν μπόρεσε νά ξαναβρεῖ τήν πρώτη της δύναμη. Τό φραγκικό κτύπημα ἦταν τόσο δυνατό, ὣστε ἒκτοτε ἡ Νέα Ρώμη-Κωνσταντινούπολη ἦταν «μία πόλη καταδικασμένη νά χαθεῖ» (Ἑλένη Γλύκατζη-Ἀρβελέρ). Ἀπό τό 1204 μέχρι τό 1453 ἡ αὐτοκρατορία μας διανύει περίοδο πολιτικῆς παρακμῆς καί πτωτική πορεία.
Ἡ ἒνταξη τῆς Χώρας μας στήν Εὐρωπαϊκή Ἓνωση εἶναι ἡ ὁλοκλήρωση μιᾶς μακρόσυρτης διαδικασίας, πού ἀρχίζει μετά τό σχίσμα (9ος-11ος αἰ.) Ἡ Πανευρώπη ὑπό τήν φραγκική ἡγεσία, ἦταν τό μόνιμο ὂνειρο τῶν Ἑνωτικῶν (δυτικιζόντων τότε καί εὐρωπαϊστῶν σήμερα). Πρόκειται γιά τούς Διανοουμένους καί Πολιτικούς, πού συγκροτοῦν τήν «δυτική παράταξη» (μή λησμονοῦμε, ὃτι καί ὁ μαρξιστικός κομμουνισμός τῆς Σοβιετικῆς Ἓνωσης «Εὐρώπη» εἶναι). Ἀπέναντί της εἶναι ἡ «ἀνατολική παράταξη», τῶν πατερικά Ὀρθοδόξων ἀπό τόν Κλῆρο καί τόν Λαό μας.
1. Πατέρας τῆς σημερινῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης, πού ἀποτελεῖ ὀργανική συνιστῶσα τῆς Νέας Τάξης, τῆς Παγκοσμιοποίησης καί τῆς Νέας Ἐποχῆς, εἶναι ὁ Καρλομάγνος (768-814), ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός τοῦ ‘Ορθοδόξου Ἑλληνισμοῦ,τῆς Ρωμηοσύνης. Γι’ αὐτό ἡ Ἑνωμένη Εὐρώπη ἀμείβει μέ τό βραβεῖο «Καρλομάγνου» τούς πρωτεργάτες καί τά διακεκριμένα ὂργανά της, μέ πρόσφατο ἐκπρόσωπο τῆς ὁμάδας αὐτῆς τόν «φίλτατο» στούς Ἓλληνες Schäuble. Μέ τόν Καρλομάγνο καί τούς Φράγκους του καθιερώνεται ἀπό τόν 8ο-9ο αἰώνα τό ἂσβεστο μίσος τῆς Εὐρώπης ἀπέναντι στόν Ἑλληνισμό καί τήν Ὀρθοδοξία, λόγω τῆς σχέσης της μέ τήν ἑλληνικότητα, πού φανερώνεται σέ κάθε ἱστορική στιγμή, πού ἡ Δύση , στό σύνολό της, παίρνει θέση ἀπέναντι στήν «Καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή». Ὁ στόχος τῆς ἑτερόδοξης Δύσεως δέν εἶναι ἂλλος ἀπό τήν καθολική ἃλωση τῆς Ὀρθοδοξίας, κυρίως τήν πνευματική, καί τήν οὐνιτικοποίηση –δηλαδή τήν ἀλλοτρίωση- τῆς ὀρθόδοξης Ἑλληνικότητας, τῆς Ρωμηοσύνης.
Κορυφαία στιγμή στήν προσπάθεια τῆς Εὐρώπης νά ἁλώσει καί ὑποτάξει τήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ἦταν ἡ ἃλωση τῆς Πόλης ἀπό τούς Φράγκους Σταυροφόρους, τό 1204 (12/13 Ἀπριλίου) καί ἡ διάλυση τῆς αὐτοκρατορίας μας. Ὁ φραγκικός κόσμος μετά τό σχίσμα (1054) καί ἡ κορυφή του ὁ Πάπας, ζοῦσαν μέ ἓναν ἀνομολόγητο πόθο, τήν ὑποταγή τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς. Οἱ σταυροφορίες, ὃπως ἀποδείχθηκε, εἶχαν αὐτό ὡς κύριο στόχο. Ἱστορικοί, ὃπως ὁ Στῆβεν Ράνσιμαν (Οἱ σταυροφορίες ...) καί ὁ Ernle Bradford (Ἡ προδοσία τοῦ 1204, στά γερμανικά), μεταξύ ἂλλων, ἐφώτισαν ἐπαρκῶς τό θέμα.
Ἡ πρώτη ἃλωση τῆς Πόλης (1204) ἀνοίγει τόν δρόμο γιά τήν ἃλωση τοῦ 1453. Ὑπάρχει μάλιστα, γενετική σχέση μεταξύ τῶν δύο ἁλώσεων. Ἀπό τό 1204 ἡ Πόλη καί σύνολη ἡ αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης, ἡ Ρωμανία, ὃπως εἶναι τό ἀληθινό ἀπό τόν 4ο αἰώνα ὂνομά της, δέν μπόρεσε νά ξαναβρεῖ τήν πρώτη της δύναμη. Τό φραγκικό κτύπημα ἦταν τόσο δυνατό, ὣστε ἒκτοτε ἡ Νέα Ρώμη-Κωνσταντινούπολη ἦταν «μία πόλη καταδικασμένη νά χαθεῖ» (Ἑλένη Γλύκατζη-Ἀρβελέρ). Ἀπό τό 1204 μέχρι τό 1453 ἡ αὐτοκρατορία μας διανύει περίοδο πολιτικῆς παρακμῆς καί πτωτική πορεία.
2. Οἱ ἐξελίξεις στό ἐσωτερικό τῆς συρρικνωμένης πιά αὐτοκρατορίας ὁδήγησαν στήν ἀποδυνάμωση καί βαθμιαία ἀποσύνθεσή της: ἐμφύλιοι πόλεμοι τοῦ 14ου αἰῶνος, διείσδυση τῶν Ὀθωμανῶν ὡς μισθοφόρων στήν ζωή της καί ἐπεκτατική πορεία τους στήν Χερσόνησο τοῦ Αἳμου (ἀπ τό 1354)΄ πολιτική καί οἰκονομική διάλυση΄ δημογραφική συρρίκνωση΄ ἂστοργη καί ἀφιλάνθρωπη πολιτική τῶν αὐτοκρατόρων΄ δυσβάστακτη φορολόγηση (δημιουργία οἰκονομικῆς ὀλιγαρχίας εἰς βάρος τῶν μικροκαλλιεργητῶν) καί κυρίως θεολογικές-πνευματικές καί ἂλλες ἰδεολογικές ἀντιθέσεις ( Ἑνωτικοί-Ἀνθενωτικοί ) τό τραγικότερο ρῆγμα στό σῶμα τοῦ Ἒθνους.
Ἑνωτικοί καί Ἀνθενωτικοί ὀδηγήθηκαν σέ σύγκρουση ὁριακή. Οἱ πρῶτοι ἀναζητοῦσαν στηρίγματα γιά τό κλονιζόμενο Γένος πρός δύο κατευθύνσεις: στήν κλασική ἀρχαιότητα, μέ ἂρνηση τῆς προτεραιότητας τῆς Ὀρθοδοξίας, καί στή Δύση, μέ τήν ὁποία συγγένευαν λόγῳ τῆς κοινῆς ἰδεολογίας καί νοοτροπίας. Οἱ δεύτεροι (Κλῆρος, Μοναχοί, εὐρύ λαϊκό στρῶμα) -ὂχι λιγότερο Ἓλληνες ἀπό τούς πρώτους –διατηροῦσαν τήν ἱστορικά ἑδραιωμένη (καί μάλιστα μετά τό 1204) δυσπιστία πρός τήν Δύση, διότι γνώριζαν καλά τήν θεολογική, ἐκκλησιολογική καί κοινωνική ἀλλοτρίωσή της (ρατσιστική φεουδαρχία), προτάσσοντας σέ κάθε ἑνωτική προσπάθεια τήν Ὀρθοδοξία ὡς ἀληθινή πίστη καί τήν σωτηριολογική της σημασία. Ἦταν μιά κατάσταση μέ πολλές ἀναλογίες μέ τήν σημερινή.
Λίγο πρίν τήν ἃλωση ὁ πρῶτος Γενάρχης μας, μετά τό 1453, καί Οἰκουμενικός Πατριάρχης Γεννάδιος (Σχολάριος, +1472) ἒλεγε τό περίφημο ἐκεῖνο: «Ώ ἀνόητοι Ρωμαῖοι...» (Ρωμηοί δηλαδή), ἐλέγχοντας τήν ἀφελῆ προσδοκία βοήθειας ἀπό μιά Δύση, πού εἶχε μάθει πιά ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Καρλομάγνου (8ος-9ος αἰ.) νά μισεῖ θανάσιμα τήν Ὀρθόδοξη Ἑλληνική Ἀνατολή (Γραικία). Ἡ στάση τῶν Ἀνθενωτικῶν ἦταν ρεαλιστική, διότι καί ἂν ἀκόμη ἀποκρούονταν οἱ Ὀθωμανοί, τό ἐξασθενημένο «Βυζάντιο» θά ἐπιβίωνε μέν, ἀλλά κατά πᾶσαν πιθανότητα θά εἶχε ἢδη μεταβληθεῖ σέ ἐξίσου ἀξιοθρήνητο δυτικό προτεκτοράτο.
Ἑνωτικοί καί Ἀνθενωτικοί ὀδηγήθηκαν σέ σύγκρουση ὁριακή. Οἱ πρῶτοι ἀναζητοῦσαν στηρίγματα γιά τό κλονιζόμενο Γένος πρός δύο κατευθύνσεις: στήν κλασική ἀρχαιότητα, μέ ἂρνηση τῆς προτεραιότητας τῆς Ὀρθοδοξίας, καί στή Δύση, μέ τήν ὁποία συγγένευαν λόγῳ τῆς κοινῆς ἰδεολογίας καί νοοτροπίας. Οἱ δεύτεροι (Κλῆρος, Μοναχοί, εὐρύ λαϊκό στρῶμα) -ὂχι λιγότερο Ἓλληνες ἀπό τούς πρώτους –διατηροῦσαν τήν ἱστορικά ἑδραιωμένη (καί μάλιστα μετά τό 1204) δυσπιστία πρός τήν Δύση, διότι γνώριζαν καλά τήν θεολογική, ἐκκλησιολογική καί κοινωνική ἀλλοτρίωσή της (ρατσιστική φεουδαρχία), προτάσσοντας σέ κάθε ἑνωτική προσπάθεια τήν Ὀρθοδοξία ὡς ἀληθινή πίστη καί τήν σωτηριολογική της σημασία. Ἦταν μιά κατάσταση μέ πολλές ἀναλογίες μέ τήν σημερινή.
Λίγο πρίν τήν ἃλωση ὁ πρῶτος Γενάρχης μας, μετά τό 1453, καί Οἰκουμενικός Πατριάρχης Γεννάδιος (Σχολάριος, +1472) ἒλεγε τό περίφημο ἐκεῖνο: «Ώ ἀνόητοι Ρωμαῖοι...» (Ρωμηοί δηλαδή), ἐλέγχοντας τήν ἀφελῆ προσδοκία βοήθειας ἀπό μιά Δύση, πού εἶχε μάθει πιά ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Καρλομάγνου (8ος-9ος αἰ.) νά μισεῖ θανάσιμα τήν Ὀρθόδοξη Ἑλληνική Ἀνατολή (Γραικία). Ἡ στάση τῶν Ἀνθενωτικῶν ἦταν ρεαλιστική, διότι καί ἂν ἀκόμη ἀποκρούονταν οἱ Ὀθωμανοί, τό ἐξασθενημένο «Βυζάντιο» θά ἐπιβίωνε μέν, ἀλλά κατά πᾶσαν πιθανότητα θά εἶχε ἢδη μεταβληθεῖ σέ ἐξίσου ἀξιοθρήνητο δυτικό προτεκτοράτο.
2. Ὡστόσο οἱ δύο φοβερές αὐτές Ἁλώσεις δέν σήμαναν γιά τό Γένος μας ὁλοσχερή πτώση καί ἀφανισμό ἀπό τήν ἱστορική σκηνή, οὒτε ἐνόθευσαν τήν ταυτότητά μας, τήν Ἑλληνορθοδοξία. Ἡ ἐμμονή στήν ὀρθόδοξη παράδοση καί μέσω αὐτῆς καί στήν ἑλληνικότητα, διατήρησε τό Γένος ἑνωμένο μέ τίς ζωτικές πηγές του.Ὃπως δέ ἒχει ἐπισημανθεῖ πολύ ὀρθά, ἐνῶ πολιτικά μετά τό 1204 ἡ αὐτοκρατορία φθίνει καί καταντᾶ σκιά τοῦ ἑαυτοῦ της, πνευματικά σημειώνει μεγάλη ἀκμή καί κορύφωση τῆς ἁγιοπατερικῆς παραδόσεως (ἡσυχαστική κίνηση), πού ζωογονοῦσε τό Γένος καί ἐνίσχυε τίς πνευματικές του ἀντιστάσεις. Ὁ μεγάλος Βέλγος ἁγιολόγος François Halkin, ὁμιλεῖ γιά τήν «Διεθνῆ τοῦ Ἡσυχασμοῦ» (Internationale des Hesychasmus), πού ἓνωνε ὃλες τίς ὀρθόδοξες Λαότητες. Μετά μάλιστα τήν β’ ἃλωση ἀπό τήν καλπάζουσα δύναμη τῶν Ὀθωμανῶν Τούρκων ἡ ἀλήθεια αὐτῆς τῆς διαπίστωσης φαίνεται ἀκόμη καθαρότερα.
Ἡ ἐπιβίωση τοῦ Γένους μας ἦταν τό θαῦμα τοῦ ἑλληνορθόδοξου ψυχισμοῦ. Μέ τή δεύτερη ἃλωση ἀρχίζει γιά τό Γένος περίοδος μακρᾶς δοκιμασίας. Ἂν οἱ ψυχικές καί πνευματικές δυνάμεις του δέν ἦταν ἀκμαῖες, εἶναι ἀμφίβολο ἂν θά μποροῦσε τό Γένος νά ξεπεράσει τίς συνέπειες τῆς Πτώσης, ὃπως συνέβη μέ ἂλλους Λαούς στήν Ἱστορία. Ὃ,τι εἶχε συμβεῖ ἢδη μέ τίς ἑλληνικές πόλεις-κράτη, ὃταν ὐποτάχθηκαν στήν Ρώμη, ἐπανελήφθη καί μετά τό 1453. Ἡ Πόλη ἒπεσε, ἀλλ’ ἡ Ρωμανία/Βυζάντιο δέν χάθηκε. Ὁ ρωμαίικος βίος καί πολιτισμός συνέχισαν νά ζοῦν μέ ἓνα τρόπο ὑπάρξεως λιγότερο μέν φαντασμαγορικό, ἀλλ’ ἐξ ἲσου ρωμαλέο καί δημιουργικό. Ὁ ἒγκριτος ἱστορικός μας, ἀείμνηστος Καθηγητής, Ἀπόστολος Βακαλόπουλος, παρατηρεῖ ὃτι στήν διάρκεια τῆς δουλείας ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη «ἦταν κάτι παραπάνω ἀπό θρησκευτικό δόγμα. Ἦταν τό πνευματικό πλαίσιο, μέσα στό ὁποῖο ἐκφραζόταν ἡ ἐθνική (τους) συνείδηση, ὁλόκληρος ὁ κόσμος τους, πού ἒκλεινε μέσα του τό ἒνδοξον παρελθόν καί τίς ἐλπίδες ἀπολυτρώσεως». Ἀλλά καί ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας ἐθεμελίωσε τήν ἳδρυση τῦ Κράτους μας στήν ἰδέα, ὃτι «ἡ χριστιανική θρησκεία ἐσυντήρησεν εἰς τούς Ἓλληνας καί γλῶσσαν καί πατρίδα καί ἀρχαίας ἐνδόξους ἀναμνήσεις, καί ἐξαναχάρισεν εἰς αὐτούς τήν πολιτικήν ὓπαρξιν, τῆς ὁποίας εἶναι στῦλος καί ἑδραίωμα» (πρβλ. Α΄ Τιμ. 3,15). Γι’αὐτό ἀκριβῶς ἒπρεπε νά «φύγει», διότι συνέδεε τό Ἒθνος μας μέ τίς ζωτικές Πηγές του!
Ἡ ἐπιβίωση τοῦ Γένους μας ἦταν τό θαῦμα τοῦ ἑλληνορθόδοξου ψυχισμοῦ. Μέ τή δεύτερη ἃλωση ἀρχίζει γιά τό Γένος περίοδος μακρᾶς δοκιμασίας. Ἂν οἱ ψυχικές καί πνευματικές δυνάμεις του δέν ἦταν ἀκμαῖες, εἶναι ἀμφίβολο ἂν θά μποροῦσε τό Γένος νά ξεπεράσει τίς συνέπειες τῆς Πτώσης, ὃπως συνέβη μέ ἂλλους Λαούς στήν Ἱστορία. Ὃ,τι εἶχε συμβεῖ ἢδη μέ τίς ἑλληνικές πόλεις-κράτη, ὃταν ὐποτάχθηκαν στήν Ρώμη, ἐπανελήφθη καί μετά τό 1453. Ἡ Πόλη ἒπεσε, ἀλλ’ ἡ Ρωμανία/Βυζάντιο δέν χάθηκε. Ὁ ρωμαίικος βίος καί πολιτισμός συνέχισαν νά ζοῦν μέ ἓνα τρόπο ὑπάρξεως λιγότερο μέν φαντασμαγορικό, ἀλλ’ ἐξ ἲσου ρωμαλέο καί δημιουργικό. Ὁ ἒγκριτος ἱστορικός μας, ἀείμνηστος Καθηγητής, Ἀπόστολος Βακαλόπουλος, παρατηρεῖ ὃτι στήν διάρκεια τῆς δουλείας ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη «ἦταν κάτι παραπάνω ἀπό θρησκευτικό δόγμα. Ἦταν τό πνευματικό πλαίσιο, μέσα στό ὁποῖο ἐκφραζόταν ἡ ἐθνική (τους) συνείδηση, ὁλόκληρος ὁ κόσμος τους, πού ἒκλεινε μέσα του τό ἒνδοξον παρελθόν καί τίς ἐλπίδες ἀπολυτρώσεως». Ἀλλά καί ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας ἐθεμελίωσε τήν ἳδρυση τῦ Κράτους μας στήν ἰδέα, ὃτι «ἡ χριστιανική θρησκεία ἐσυντήρησεν εἰς τούς Ἓλληνας καί γλῶσσαν καί πατρίδα καί ἀρχαίας ἐνδόξους ἀναμνήσεις, καί ἐξαναχάρισεν εἰς αὐτούς τήν πολιτικήν ὓπαρξιν, τῆς ὁποίας εἶναι στῦλος καί ἑδραίωμα» (πρβλ. Α΄ Τιμ. 3,15). Γι’αὐτό ἀκριβῶς ἒπρεπε νά «φύγει», διότι συνέδεε τό Ἒθνος μας μέ τίς ζωτικές Πηγές του!
3. Τό Γένος μας, μέσα στό πλαίσιο τοῦ ἐθναρχικοῦ-ἐκκλησιαστικοῦ χώρου –παρά τίς ὁποιεσδήποτε ἐλεγχόμενες συμπεριφορές, πού ποτέ δέν λείπουν σέ κάθε θεσμικό χῶρο- πέτυχε τήν ἱστορική συνέχειά του, τήν διάσωση δηλαδή τῶν συστατικῶν τῆς ταυτότητας καί ἰδιοπροσωπίας του.
Ὁ θεσμός τῆς Ἐθναρχίας ἀποδείχθηκε γιά τό Γένος εὐεργετική συμβάλλοντας στήν ἐπιβίωση καί ἱστορική συνέχειά του. Ἀπό ἂποψη ἐδαφική, ἡ Ὀθωμανική αὐτοκρατορία συνέχιζε τήν Χριστιανική. Πνευματικά ὃμως καί πολιτιστικά, ἀλλά καί πολιτικά, τήν συνέχισε ἡ Ἐθναρχία. Μέ τήν πολιτική ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας διαμορφώθηκε βαθμιαῖα τό νέο καθεστώς τῆς «Χριστιανικῆς ’Ανατολῆς», τό «Ὀρθόδοξο Ἐκκλησιαστικό Κράτος τοῦ Χριστιανικοῦ Ἒθνους» (Διονύσιος Ζακυθηνός), στήν κυριολεξία τό «Βυζάντιο μετά τό Βυζάντιο» (Ν. Γιόργκα). Ἡ συσπείρωση τοῦ Γένους στό φυσικό του ἀπό αἰώνων σῶμα, τό ἐκκλησιαστικό, πέτυχε τήν διάσωση τῶν δυνάμεών του. Ὁ δέ Ἑλληνισμός, τό βασικό στοιχεῖο τοῦ ρωμαίικου μιλλετιοῦ, ἒμεινε συμπαγές καί ἰδιαίτερο σῶμα, σέ μιά ὑπερεθνική ἑνότητα μέ τίς ἂλλες ἐθνότητες-λαότητες τῆς Βαλκανικῆς, οἱ ὁποῖες μέσα στήν ἐθναρχία ξεπέρασαν τήν μετά τό 1204 κατάτμησή τους.
Ἡ Ἐθναρχία ἒδωσε στή Ρωμηοσύνη μεγαλύτερη ἑνότητα καί συνοχή. Καί αὐτοί οἱ ἀμείλικτοι ἐχθροί της, οἱ Φράγκοι, θά τήν βλέπουν συνεχῶς ζωντανή καί γι’ αὐτό ἐπικίνδυνη, ἐμποδίζοντας μέ κάθε τρόπο τήν ἀντίστασή της. Ἒτσι τό Γένος, ὣς τήν ἳδρυση τοῦ πρώτου ἡμιαυτόνομου ἑλληνικοῦ κράτους (Ἑπτανησιακή Πολιτεία, 1800) θά μείνει μέν χωρίς πρωτογενῆ πολιτική ἐξουσία, μέσω ὃμως τῆς Ἐθναρχίας θά συνεχίσει νά ὑπάρχει ὡς συντεταγμένη κοινωνία, μέ συνείδηση τῆς ταυτότητἀς της, τῆς ἑνότητας καί ἰδιαιτερότητά της. Τό ἐκκλησιαστικό σῶμα θά εἶναι ὁ χῶρος ἀνάπτυξης σύνολης τῆς ζωῆς τοῦ Γένους, διασώζοντας τήν θρησκευτική καί ἐθνική παράδοση, τήν γλώσσα καί τήν κοινωνικοπολιτική ὀργάνωσή του, τήν συλλογική ἐμπειρία του στόν χῶρο τῆς καθημερινῆς πράξης.
α) Ἡ λατρεία, μόνιμος βιοτικός χῶρος γιά τόν Ἓλληνα-Ρωμηό, διέσωσε τό ὀρθόδοξο ἦθος ὡς καθολική στάση ζωῆς. Ὃταν μιλοῦμε γιά «κιβωτό τοῦ Γένους/Ἒθνους», ἐννοοῦμε κυρίως τήν λατρεία, τήν συνεχῆ παροντοποίηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος στό «ἐδῶ καί τώρα» τῆς ἱστορίας. Ἡ πίστη καί ἡ γλώσσα διαφοροποιοῦσαν τόν Ἓλληνα καί τούς ἂλλους Ρωμηούς ἀπό τόν κατακτητή. Ἡ Ὀρθοδοξία λειτουργοῦσε ὡς «κάτι παραπάνω ἀπό θρησκευτικό δόγμα». Ἦταν τό πνευματικό πλαίσιο, μέσα στό ὁποῖο ἐκφραζόταν ἡ ἐθνική συνείδηση, ἐπιτυγχάνοντας τήν ἀδιάκοπη πραγμάτωσή της.
Ἡ ἐνοριακή σύναξη, ἡ μόνη λαοσύναξη πού δέν διακόπηκε ποτέ, μαζί μέ τό μοναστήρι, ἒμειναν τό ἀμετακίνητο κέντρο τῆς πνευματικῆς καί κοινωνικῆς ζωῆς. Τά μοναστήρια, ἰδιαίτερα, θά λειτουργοῦν ὡς χῶροι πνευματικοῦ καί συνειδησιακοῦ ἀναβαπτισμοῦ, τόποι καταφυγῆς καί προστασίας τῶν διωκομένων καί κέντρα παιδείας καί ἀνανεώσεως.
β) Ἡ Ἐθναρχία ἒγινε χῶρος διασώσεως καί ἀναπτύξεως καί τῆς πολιτικῆς ὓπαρξης τοῦ Γένους, ὂχι μόνο μέ τούς ἀξιωματούχους της (Φαναριῶτες), τούς ἀνωτάτους κρατικούς ὑπαλλήλους {διερμηνεῖς, δραγομάνους τοῦ στόλου, ἡγεμόνες τῶν παραδουνάβιων περιοχῶν}, ἀλλά πρό πάντων στό χῶρο τῆς μικροκοινωνίας, τῆς Κοινότητας. Στόν θεσμό τῶν Κοινοτήτων βρῆκε τό ρωμαίικο μιλλέτι τήν πολιτική πραγμάτωσή του καί τήν ἱστορική συνέχειά του στόν κοινωνικό χῶρο. Ὁ κοινοτισμός, μέ θεμέλια ὂχι «ὀρθολογικά» καί οἰκονομικά, ἀλλά πνευματικά (τό φιλάδελφον καί φιλάνθρωπον), ἒγινε τρόπος κοινωνικοπολιτικῆς ὑπάρξεως τοῦ Γένους, μέ κέντρο τόν Ναό γιά ὃλες τίς σωματειακές συσπειρώσεις καί συσσωματώσεις (συντεχνίες), πού ἀκόμη καί τήν ἐπαχθῆ ὀθωμανική φορολογία μπόρεσε νά μεταμορφώσει σέ «ἲση κατανομή τῆς φτώχειας» (Νικ. Σβορῶνος). Ἡ Ἐθναρχία ὃμως μέσω τῆς Κοινότητας, ἒσωσε καί τήν ἑλληνορθόδοξη παιδεία.
γ) Ὁ ὑπόδουλος Ἐλληνισμός δέν βυθίστηκε ποτέ σέ πνευματική νάρκωση ἢ ἀδράνεια. Ὁ λόγος γιά τό «πνευματικό σκοτάδι» τῆς δουλείας ἀληθεύει μόνο γιά τό πλατύ στρῶμα τοῦ Λαοῦ, πού δέν εἶχε τήν δυνατότητα ἀρχικά τοὐλάχιστον, σχολικῆς παιδείας .
Μιλώντας ὃμως γιά ἀκμή καί παρακμή τῆς παιδείας, πρέπει νά ἐφαρμόσουμε τά κριτήρια τῆς περιόδου, γιά τήν ὁποία μιλοῦμε. Στήν παράδοση τῆς Ρωμηοσύνης τό βάρος πέφτει πρῶτα στήν πνευματικότητα καί μετά στά γράμματα, τήν σχολική σοφία. Ἀκμή γιά τήν Ρωμηοσύνη δέν εἶναι ἡ παραγωγή σοφῶν, ἀλλ’ ἡ ἀνάδειξη Ἁγίων-Θεουμένων. Διότι αὐτοί δημιουργοῦν αὐθεντική κοινωνία. Μέ βάση αὐτό τό κριτήριο ἡ δουλεία δέν ἦταν κατάπτωση γά τήν Ρωμηοσύνη, ἀλλ’ ἀντίθετα συνεχίσθηκε κατ’ αὐτήν ἡ πνευματική ἀκμή τῶν τελευταίων βυζαντινῶν χρόνων (14ου-15ου αἰ.). Ἡ ἡσυχαστική παράδοση, πού ἐκφράζει τήν πνευματική ἀκμή τῆς Ρωμηοσύνης, δέν ἒσβησε στήν δουλεία. Ἡ περίπτωση τῶν Νεομαρτύρων, μέ τούς Πνευματικούς-Γέροντες, πού τούς προετοίμαζαν γιά τήν ὁμολογία τῆς Πίστεως καί τῆς Ἑλληνικότητας, πιστοποιεῖ αὐτή τήν συνέχεια.
Μέ τήν Ἐκκλησία καί τόν κοινοτικό θεσμό σώθηκε, παρ’ ὃλες τίς ἐλλείψεις, καί ἡ ἑλληνική παιδεία. Σημαντικός σταθμός ὑπῆρξε ἡ ἐνέργεια τῆς Ἐκκλησίας, ὡς Ἐθναρχίας, νά ἱδρύσει τό 1454 τήν Πατριαρχική Σχολή (Ἀκαδημία) στήν Πόλη. Ἡ πρωτοβουλία ἀνῆκε στόν πρῶτο Ἐθνάρχη/Γενάρχη μας Γεννάδιο (Σχολάριο), πρώην καθηγητή. Εἶναι τό ἀρχαιότερο ἐκπαιδευτικό Ἳδρυμα κατά τήν δουλεία, πού καθιστᾶ ἰδιαίτερα ἒκδηλη τήν παρουσία τῆς Ἐκκλησίας στόν χῶρο τῆς παιδείας, μιά παρουσία, πού καί στούς ἑπόμενους αἰῶνες θά θεωρεῖται αὐτονόητη καί ἀστασίαστη.
Σπουδαῖο ἀκόμη ὁρόσημο ἦταν ἡ ἀπόφαση τῆς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐπί Ἱερεμία Β΄ τοῦ Τρανοῦ (1593), νά φροντίσουν οἱ Μητροπολίτες γιά τήν ἳδρυση σχολείων καί τήν ὑποστήριξη γενικά τῆς παιδείας στίς ἐπαρχίες τους. Εἶναι ἡ πρώτη ἐπίσημη πράξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας γιά τήν ἀνάπτυξη σχολικῆς παιδείας. Ὁ Ζ΄ κανόνας τῆς Συνόδου ὁρίζει ρητά: «Ὣρισεν ἡ ἁγία Σύνοδος ἓκαστον ἐπίσκοπον ἐν τῇ ἑαυτοῦ παροικίᾳ φροντίδα καί δαπάνην τήν δυναμένην ποιεῖν, ὣστε τά θεῖα καί ἱερά γράμματα δύνασθαι διδάσκεσθαι΄ βοηθεῖν δέ κατά δύναμιν τοῖς ἐθέλουσι διδάσκειν καί τοῖς μαθεῖν προαιρουμένοις, ἐάν τῶν ἐπιτηδείων χρείαν ἒχουσι». Ἡ ἀπόφαση αὐτή εἶναι καί μιά ἀπάντηση στούς ὑποστηρίζοντες τήν ὓπαρξη τοῦ «κρυφοῦ σχολειοῦ» λόγῳ διώξεως τῆς παιδείας, κάτι πού δέν ἀποδεικνύεται μέ ἐπίσημα κείμενα, ἒστω καί ἂν σέ κάποιες περιπτώσεις ἒλαβε χώρα, ἀλλ’ ὡς ἀποτέλεσμα ἀτομικῆς πρωτοβουλίας καί ὑπερβάλλοντος ζήλου τῶν Ὀθωμανικῶν Ἀρχῶν. Ἡ ἐπίδραση αὐτῆς τῆς ἀποφάσεως ὑπῆρξε γόνιμη. Τά σχολεῖα ἂρχισαν νά πολλαπλασιάζονται καί ἐμφανίσθηκαν οἱ πρῶτοι μεγάλοι εὐεργέτες τοῦ Γένους, πού χρηματοδοτοῦσαν τήν ἳδρυσή τους.
Στήν συνάφεια ὃμως αὐτή ἐγείρεται τό ἐρώτημα: Τί ἦταν στήν οὐσία του τό «κρυφό σχολειό»; Δέν ἦταν κάτι ἂλλο ἀπό τήν ἰδιωτική καί ἀνεπίσημη φροντίδα τοῦ ἐθναρχικοῦ-ἐκκλησιαστικοῦ χώρου γιά τήν παιδεία, τήν κατάρτιση τῶν παιδιῶν στά γράμματα, μέ βάση τά ἐκκλησιαστικά βιβλία («κολλυβογράμματα») καί τήν καλλιέργεια ἐθνικῆς συνειδήσεως (ἱστορία). Καί αὐτό ἒπρεπε νά γίνεται μέ ἀπόλυτη μυστικότητα. Ἒτσι, ὁ γνωστός πίνακας τοῦ Γύζη (Τό κρυφό σχολειό) καί τό γνωστό ποίημα τοῦ ‘Ι. Πολέμη δικαιώνονται, ἂν σκεφθοῦμε ὃτι τά παιδιά, μετά τήν ἐργασία στά χωράφια, τό βραδάκι –μετά τόν Ἑσπερινό- μαζεύονταν γύρω ἀπό τόν παπά τῆς ‘Ενορίας τοῦ χωριοῦ ἢ σέ κάποιο μοναστήρι, γιά νά μάθουν «γράμματα, σπουδάσματα, τοῦ Θεοῦ τά πράγματα» (θεϊκά!) καί γι’ αὐτό πολεμεῖται τό ἀληθινό καί ὑπαρκτό «κρυφό σχολειό», διότι δέν δίδασκε τά «ἂθεα» γράμματα τῆς Εὐρώπης. (Εἶναι ἐνδιαφέρον ὃτι ὁ πολέμιος τοῦ «κρυφοῦ σχολειοῦ» ἀείμηστος Καθηγητής Ἂλκης Ἀγγέλου, δέχθηκε σπουδαία ἐπιστημονική ἀπάντηση ἀπό τόν ἐπίσης φιλόλογο Φάνη Κακριδῆ).
Ὁ θεσμός τῆς Ἐθναρχίας ἀποδείχθηκε γιά τό Γένος εὐεργετική συμβάλλοντας στήν ἐπιβίωση καί ἱστορική συνέχειά του. Ἀπό ἂποψη ἐδαφική, ἡ Ὀθωμανική αὐτοκρατορία συνέχιζε τήν Χριστιανική. Πνευματικά ὃμως καί πολιτιστικά, ἀλλά καί πολιτικά, τήν συνέχισε ἡ Ἐθναρχία. Μέ τήν πολιτική ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας διαμορφώθηκε βαθμιαῖα τό νέο καθεστώς τῆς «Χριστιανικῆς ’Ανατολῆς», τό «Ὀρθόδοξο Ἐκκλησιαστικό Κράτος τοῦ Χριστιανικοῦ Ἒθνους» (Διονύσιος Ζακυθηνός), στήν κυριολεξία τό «Βυζάντιο μετά τό Βυζάντιο» (Ν. Γιόργκα). Ἡ συσπείρωση τοῦ Γένους στό φυσικό του ἀπό αἰώνων σῶμα, τό ἐκκλησιαστικό, πέτυχε τήν διάσωση τῶν δυνάμεών του. Ὁ δέ Ἑλληνισμός, τό βασικό στοιχεῖο τοῦ ρωμαίικου μιλλετιοῦ, ἒμεινε συμπαγές καί ἰδιαίτερο σῶμα, σέ μιά ὑπερεθνική ἑνότητα μέ τίς ἂλλες ἐθνότητες-λαότητες τῆς Βαλκανικῆς, οἱ ὁποῖες μέσα στήν ἐθναρχία ξεπέρασαν τήν μετά τό 1204 κατάτμησή τους.
Ἡ Ἐθναρχία ἒδωσε στή Ρωμηοσύνη μεγαλύτερη ἑνότητα καί συνοχή. Καί αὐτοί οἱ ἀμείλικτοι ἐχθροί της, οἱ Φράγκοι, θά τήν βλέπουν συνεχῶς ζωντανή καί γι’ αὐτό ἐπικίνδυνη, ἐμποδίζοντας μέ κάθε τρόπο τήν ἀντίστασή της. Ἒτσι τό Γένος, ὣς τήν ἳδρυση τοῦ πρώτου ἡμιαυτόνομου ἑλληνικοῦ κράτους (Ἑπτανησιακή Πολιτεία, 1800) θά μείνει μέν χωρίς πρωτογενῆ πολιτική ἐξουσία, μέσω ὃμως τῆς Ἐθναρχίας θά συνεχίσει νά ὑπάρχει ὡς συντεταγμένη κοινωνία, μέ συνείδηση τῆς ταυτότητἀς της, τῆς ἑνότητας καί ἰδιαιτερότητά της. Τό ἐκκλησιαστικό σῶμα θά εἶναι ὁ χῶρος ἀνάπτυξης σύνολης τῆς ζωῆς τοῦ Γένους, διασώζοντας τήν θρησκευτική καί ἐθνική παράδοση, τήν γλώσσα καί τήν κοινωνικοπολιτική ὀργάνωσή του, τήν συλλογική ἐμπειρία του στόν χῶρο τῆς καθημερινῆς πράξης.
α) Ἡ λατρεία, μόνιμος βιοτικός χῶρος γιά τόν Ἓλληνα-Ρωμηό, διέσωσε τό ὀρθόδοξο ἦθος ὡς καθολική στάση ζωῆς. Ὃταν μιλοῦμε γιά «κιβωτό τοῦ Γένους/Ἒθνους», ἐννοοῦμε κυρίως τήν λατρεία, τήν συνεχῆ παροντοποίηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος στό «ἐδῶ καί τώρα» τῆς ἱστορίας. Ἡ πίστη καί ἡ γλώσσα διαφοροποιοῦσαν τόν Ἓλληνα καί τούς ἂλλους Ρωμηούς ἀπό τόν κατακτητή. Ἡ Ὀρθοδοξία λειτουργοῦσε ὡς «κάτι παραπάνω ἀπό θρησκευτικό δόγμα». Ἦταν τό πνευματικό πλαίσιο, μέσα στό ὁποῖο ἐκφραζόταν ἡ ἐθνική συνείδηση, ἐπιτυγχάνοντας τήν ἀδιάκοπη πραγμάτωσή της.
Ἡ ἐνοριακή σύναξη, ἡ μόνη λαοσύναξη πού δέν διακόπηκε ποτέ, μαζί μέ τό μοναστήρι, ἒμειναν τό ἀμετακίνητο κέντρο τῆς πνευματικῆς καί κοινωνικῆς ζωῆς. Τά μοναστήρια, ἰδιαίτερα, θά λειτουργοῦν ὡς χῶροι πνευματικοῦ καί συνειδησιακοῦ ἀναβαπτισμοῦ, τόποι καταφυγῆς καί προστασίας τῶν διωκομένων καί κέντρα παιδείας καί ἀνανεώσεως.
β) Ἡ Ἐθναρχία ἒγινε χῶρος διασώσεως καί ἀναπτύξεως καί τῆς πολιτικῆς ὓπαρξης τοῦ Γένους, ὂχι μόνο μέ τούς ἀξιωματούχους της (Φαναριῶτες), τούς ἀνωτάτους κρατικούς ὑπαλλήλους {διερμηνεῖς, δραγομάνους τοῦ στόλου, ἡγεμόνες τῶν παραδουνάβιων περιοχῶν}, ἀλλά πρό πάντων στό χῶρο τῆς μικροκοινωνίας, τῆς Κοινότητας. Στόν θεσμό τῶν Κοινοτήτων βρῆκε τό ρωμαίικο μιλλέτι τήν πολιτική πραγμάτωσή του καί τήν ἱστορική συνέχειά του στόν κοινωνικό χῶρο. Ὁ κοινοτισμός, μέ θεμέλια ὂχι «ὀρθολογικά» καί οἰκονομικά, ἀλλά πνευματικά (τό φιλάδελφον καί φιλάνθρωπον), ἒγινε τρόπος κοινωνικοπολιτικῆς ὑπάρξεως τοῦ Γένους, μέ κέντρο τόν Ναό γιά ὃλες τίς σωματειακές συσπειρώσεις καί συσσωματώσεις (συντεχνίες), πού ἀκόμη καί τήν ἐπαχθῆ ὀθωμανική φορολογία μπόρεσε νά μεταμορφώσει σέ «ἲση κατανομή τῆς φτώχειας» (Νικ. Σβορῶνος). Ἡ Ἐθναρχία ὃμως μέσω τῆς Κοινότητας, ἒσωσε καί τήν ἑλληνορθόδοξη παιδεία.
γ) Ὁ ὑπόδουλος Ἐλληνισμός δέν βυθίστηκε ποτέ σέ πνευματική νάρκωση ἢ ἀδράνεια. Ὁ λόγος γιά τό «πνευματικό σκοτάδι» τῆς δουλείας ἀληθεύει μόνο γιά τό πλατύ στρῶμα τοῦ Λαοῦ, πού δέν εἶχε τήν δυνατότητα ἀρχικά τοὐλάχιστον, σχολικῆς παιδείας .
Μιλώντας ὃμως γιά ἀκμή καί παρακμή τῆς παιδείας, πρέπει νά ἐφαρμόσουμε τά κριτήρια τῆς περιόδου, γιά τήν ὁποία μιλοῦμε. Στήν παράδοση τῆς Ρωμηοσύνης τό βάρος πέφτει πρῶτα στήν πνευματικότητα καί μετά στά γράμματα, τήν σχολική σοφία. Ἀκμή γιά τήν Ρωμηοσύνη δέν εἶναι ἡ παραγωγή σοφῶν, ἀλλ’ ἡ ἀνάδειξη Ἁγίων-Θεουμένων. Διότι αὐτοί δημιουργοῦν αὐθεντική κοινωνία. Μέ βάση αὐτό τό κριτήριο ἡ δουλεία δέν ἦταν κατάπτωση γά τήν Ρωμηοσύνη, ἀλλ’ ἀντίθετα συνεχίσθηκε κατ’ αὐτήν ἡ πνευματική ἀκμή τῶν τελευταίων βυζαντινῶν χρόνων (14ου-15ου αἰ.). Ἡ ἡσυχαστική παράδοση, πού ἐκφράζει τήν πνευματική ἀκμή τῆς Ρωμηοσύνης, δέν ἒσβησε στήν δουλεία. Ἡ περίπτωση τῶν Νεομαρτύρων, μέ τούς Πνευματικούς-Γέροντες, πού τούς προετοίμαζαν γιά τήν ὁμολογία τῆς Πίστεως καί τῆς Ἑλληνικότητας, πιστοποιεῖ αὐτή τήν συνέχεια.
Μέ τήν Ἐκκλησία καί τόν κοινοτικό θεσμό σώθηκε, παρ’ ὃλες τίς ἐλλείψεις, καί ἡ ἑλληνική παιδεία. Σημαντικός σταθμός ὑπῆρξε ἡ ἐνέργεια τῆς Ἐκκλησίας, ὡς Ἐθναρχίας, νά ἱδρύσει τό 1454 τήν Πατριαρχική Σχολή (Ἀκαδημία) στήν Πόλη. Ἡ πρωτοβουλία ἀνῆκε στόν πρῶτο Ἐθνάρχη/Γενάρχη μας Γεννάδιο (Σχολάριο), πρώην καθηγητή. Εἶναι τό ἀρχαιότερο ἐκπαιδευτικό Ἳδρυμα κατά τήν δουλεία, πού καθιστᾶ ἰδιαίτερα ἒκδηλη τήν παρουσία τῆς Ἐκκλησίας στόν χῶρο τῆς παιδείας, μιά παρουσία, πού καί στούς ἑπόμενους αἰῶνες θά θεωρεῖται αὐτονόητη καί ἀστασίαστη.
Σπουδαῖο ἀκόμη ὁρόσημο ἦταν ἡ ἀπόφαση τῆς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐπί Ἱερεμία Β΄ τοῦ Τρανοῦ (1593), νά φροντίσουν οἱ Μητροπολίτες γιά τήν ἳδρυση σχολείων καί τήν ὑποστήριξη γενικά τῆς παιδείας στίς ἐπαρχίες τους. Εἶναι ἡ πρώτη ἐπίσημη πράξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας γιά τήν ἀνάπτυξη σχολικῆς παιδείας. Ὁ Ζ΄ κανόνας τῆς Συνόδου ὁρίζει ρητά: «Ὣρισεν ἡ ἁγία Σύνοδος ἓκαστον ἐπίσκοπον ἐν τῇ ἑαυτοῦ παροικίᾳ φροντίδα καί δαπάνην τήν δυναμένην ποιεῖν, ὣστε τά θεῖα καί ἱερά γράμματα δύνασθαι διδάσκεσθαι΄ βοηθεῖν δέ κατά δύναμιν τοῖς ἐθέλουσι διδάσκειν καί τοῖς μαθεῖν προαιρουμένοις, ἐάν τῶν ἐπιτηδείων χρείαν ἒχουσι». Ἡ ἀπόφαση αὐτή εἶναι καί μιά ἀπάντηση στούς ὑποστηρίζοντες τήν ὓπαρξη τοῦ «κρυφοῦ σχολειοῦ» λόγῳ διώξεως τῆς παιδείας, κάτι πού δέν ἀποδεικνύεται μέ ἐπίσημα κείμενα, ἒστω καί ἂν σέ κάποιες περιπτώσεις ἒλαβε χώρα, ἀλλ’ ὡς ἀποτέλεσμα ἀτομικῆς πρωτοβουλίας καί ὑπερβάλλοντος ζήλου τῶν Ὀθωμανικῶν Ἀρχῶν. Ἡ ἐπίδραση αὐτῆς τῆς ἀποφάσεως ὑπῆρξε γόνιμη. Τά σχολεῖα ἂρχισαν νά πολλαπλασιάζονται καί ἐμφανίσθηκαν οἱ πρῶτοι μεγάλοι εὐεργέτες τοῦ Γένους, πού χρηματοδοτοῦσαν τήν ἳδρυσή τους.
Στήν συνάφεια ὃμως αὐτή ἐγείρεται τό ἐρώτημα: Τί ἦταν στήν οὐσία του τό «κρυφό σχολειό»; Δέν ἦταν κάτι ἂλλο ἀπό τήν ἰδιωτική καί ἀνεπίσημη φροντίδα τοῦ ἐθναρχικοῦ-ἐκκλησιαστικοῦ χώρου γιά τήν παιδεία, τήν κατάρτιση τῶν παιδιῶν στά γράμματα, μέ βάση τά ἐκκλησιαστικά βιβλία («κολλυβογράμματα») καί τήν καλλιέργεια ἐθνικῆς συνειδήσεως (ἱστορία). Καί αὐτό ἒπρεπε νά γίνεται μέ ἀπόλυτη μυστικότητα. Ἒτσι, ὁ γνωστός πίνακας τοῦ Γύζη (Τό κρυφό σχολειό) καί τό γνωστό ποίημα τοῦ ‘Ι. Πολέμη δικαιώνονται, ἂν σκεφθοῦμε ὃτι τά παιδιά, μετά τήν ἐργασία στά χωράφια, τό βραδάκι –μετά τόν Ἑσπερινό- μαζεύονταν γύρω ἀπό τόν παπά τῆς ‘Ενορίας τοῦ χωριοῦ ἢ σέ κάποιο μοναστήρι, γιά νά μάθουν «γράμματα, σπουδάσματα, τοῦ Θεοῦ τά πράγματα» (θεϊκά!) καί γι’ αὐτό πολεμεῖται τό ἀληθινό καί ὑπαρκτό «κρυφό σχολειό», διότι δέν δίδασκε τά «ἂθεα» γράμματα τῆς Εὐρώπης. (Εἶναι ἐνδιαφέρον ὃτι ὁ πολέμιος τοῦ «κρυφοῦ σχολειοῦ» ἀείμηστος Καθηγητής Ἂλκης Ἀγγέλου, δέχθηκε σπουδαία ἐπιστημονική ἀπάντηση ἀπό τόν ἐπίσης φιλόλογο Φάνη Κακριδῆ).
4. Μέ τήν ἳδρυση ὃμως τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους (συμβατικά τό 1830) ἡ Δύση παίρνει τή Revanche. Ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση ἐπετράπη, ὃταν φάνηκε νά ἐξυπηρετεῖ τά εὐρωπαϊκά συμφέροντα, μέ τήν μεταβολή της ἀπό οἰκουμενική (μέχρι τόν Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη) σέ ἐθνικιστική. Καί αὐτό διότι ἒτσι μόνο, μέ τήν ἀποδοχή τῆς εὐρωπαϊκῆς ἐθνικῆς -ἢ ὀρθότερα ἐθνικιστικῆς-ἰδέας, διευκολύνθηκε ἡ ἀνάδειξή της σέ δυτικό προτεκτοράτο. Τότε συλλαμβάνεται καί ἀρχίζει νά κυοφορεῖται τό σημερινό μας πρόβλημα μέ τήν Εὐρώπη. Σήμερα, ἁπλῶς προχωρεῖ ἡ συνειδητοποίησή του, λόγω τῆς οἰκονομικῆς δυσπραγίας. Ἐπί τόσες ὃμως δεκαετίες τό πρόβλημα ὑπῆρχε καί μεγεθυνόταν ὑπόγεια καί καταλυτικά.
Ὁ λόγος γιά τή μετατροπή μας σέ εὐρωπαϊκό προτεκτοράτο δέν εἶναι προϊόν εἰκασίας. Ἀπό τό 1830 τελοῦμε ὑπό μόνιμη κατοχή, μέ τήν ψευδαίσθηση τῆς συμμαχίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἡ μικρασιατική ἐκστρατεία, πού δέν ἦταν παρά ἐκτέλεση ἐντολῶν τῶν προστατῶν μας σέ δύο φάσεις, ὣς τήν καταστροφή. Ἡ συνέχεια αὐτῆς τῆς στάσης ἒχει κορυφαῖες στιγμές, ὃπως ἡ δήλωση: «Στρατηγέ, ἰδού ὁ στρατός σας», πρός τόν Βάν Φλήτ, ἢ τό: «’Ανήκομεν εἰς τήν Δύσιν», πού γιά τούς εὐρωπαϊστές μας δέν κλείνεται μόνο στόν πολιτικοστρατιωτικό χῶρο, ἀλλ’ ἐπεκτείνεται καί στόν πολιτιστικό. Ἡ ἀπόλυτη κορύφωση ὃμως τό: «Εὐχαριστοῦμε τήν Κυβέρνηση τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν». Ἡ πολιτική μας Ἡγεσία λειτουργεῖ, κατά κανόνα, ὡς τοποτηρητεία τῶν Ξένων Δυνάμεων στήν Ἑλλάδα, ὃπως ἰδιαίτερα σήμερα.
Ὁ λόγος γιά τή μετατροπή μας σέ εὐρωπαϊκό προτεκτοράτο δέν εἶναι προϊόν εἰκασίας. Ἀπό τό 1830 τελοῦμε ὑπό μόνιμη κατοχή, μέ τήν ψευδαίσθηση τῆς συμμαχίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἡ μικρασιατική ἐκστρατεία, πού δέν ἦταν παρά ἐκτέλεση ἐντολῶν τῶν προστατῶν μας σέ δύο φάσεις, ὣς τήν καταστροφή. Ἡ συνέχεια αὐτῆς τῆς στάσης ἒχει κορυφαῖες στιγμές, ὃπως ἡ δήλωση: «Στρατηγέ, ἰδού ὁ στρατός σας», πρός τόν Βάν Φλήτ, ἢ τό: «’Ανήκομεν εἰς τήν Δύσιν», πού γιά τούς εὐρωπαϊστές μας δέν κλείνεται μόνο στόν πολιτικοστρατιωτικό χῶρο, ἀλλ’ ἐπεκτείνεται καί στόν πολιτιστικό. Ἡ ἀπόλυτη κορύφωση ὃμως τό: «Εὐχαριστοῦμε τήν Κυβέρνηση τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν». Ἡ πολιτική μας Ἡγεσία λειτουργεῖ, κατά κανόνα, ὡς τοποτηρητεία τῶν Ξένων Δυνάμεων στήν Ἑλλάδα, ὃπως ἰδιαίτερα σήμερα.
5. Ἀπό τήν πορεία καί στάση μας μετά τίς δύο μεγάλες Ἁλώσεις διδασκόμαστε πῶς μπορεῖ νά μήν ἒλθει τό τέλος τῆς ἱστορικῆς μας παρουσίας, πού σήμερα, δυστυχῶς, φαίνεται ἀναπόφευκτο. Οἱ δύο ἁλώσεις, ἡ φραγκική καί ἡ ὀθωμανική, δέν ἃλωσαν τήν ψυχή καί τήν συνείδηση τοῦ Γένους/Ἒθνους μας. Σήμερα ὃμως πραγματοποιεῖται -ἂρχισε ἢδη- ἡ Τρίτη Ἃλωση, ἢ μᾶλλον βρισκόμαστε στό τελικό στάδιό της. Ἡ ἃλωση τοῦ 1204 ὁλοκληρώνεται σήμερα, πού τά σύνορά μας βρίσκονται μέσα στήν ψυχή μας. Δέν εἶναι κυρίως γεωγραφικά, ἀλλά πνευματικά καί συνειδησιακά. Ἡ ψυχή μας ἀπειλεῖται μέ νέα μεγάλη ἃλωση, τήν Τρίτη καί ἀποφασιστικότερη, πού ἲσως ἀποδειχθεῖ τελεσίδικη.Ἡ Ὑπερδύναμη τῆς Νέας Ἐποχῆς, μέ ὃλες τίς συνιστῶσές της, ἒχει ἀποβεῖ «καθολική μας μητρόπολη», κατά τόν ἀείμνηστο ἱστορικό Κωστή Μοσκώφ καί μόνιμο σημεῖο ἀναφορᾶς, πού καθορίζει σύνολο τόν ἐθνικό μας βίο, καί αὐτό τό φρόνημά μας, μέ τήν ἐξωπροσδιοριζόμενη παιδεία. Σ’ αὐτό τό σημεῖο θά ἐπαναλάβω ἓνα λυγμικό λόγο τοῦ ἀειμνήστου Δασκάλου μου Νικολάου Τωμαδάκη: «Ἐλᾶτε –γράφει- νά μνημονεύσωμεν τήν Ἃλωσιν! Ποίαν; Τήν ἐκ τῶν ἒνδον ἐπελθοῦσαν; Τήν αὐτοάλωσιν ἢ τήν βίᾳ διά τῆς τουρκικῆς σπάθης πραγματοποιηθεῖσαν τό 1453; Ποία εἶναι ἡ δραματικωτέρα, ἢ χειροτέρα; Διά ποίαν εὐθυνόμεθα περισσότερον; Ἀπό ἐκείνην, ἡ ὁποία μᾶς ἒδωκε τά παραδείγματα καί τήν ἐλπίδα; Ἢ ἀπὀ τήν τωρινήν, ἡ ὁποία καταλύει τήν πίστιν;». Αἰωνία η μνήμη τοῦ σοφοῦ Διδασκάλου!
Ἀπό τήν ἳδρυση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους οἱ ἐκδυτικισμένοι εὐρωπαϊστές καί σύμφωνα μέ τά σημερινά δεδομένα, ἐκσυγχρονιστές (δηλαδή νεωτεριστές καί μετανεωτεριστές), φαίνεται ὃτι ἒχουν στίς ἀντορθόδοξες προοπτικές τους, τήν «ἀλλαγή» τοῦ Ἒθνους, ὡς διαστροφή καί καταστροφή τῆς ταυτότητάς του. Ἢδη οἱ ὀπαδοί τῆς Βαυαροκρατίας ἒβαλαν στό στόχαστρό τους τά Μοναστήρια καί τόν ἐκκλησιαστικό χῶρο (1833 κ.ἑξ.). Διότι οἱ Εὐρωπαῖοι καί εὐρωπαϊστές γνωρίζουν καλά, ὃτι ὁ χῶρος αὐτός ἐξασφαλίζει τήν συνέχεια τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης καί τῆς συνοχῆς τοῦ Ἒθνους μας. Τό πνεῦμα τοῦ ἐξευρωπαϊσμοῦ παραμένει ἒκτοτε συνδεδεμένο μέ τόν ἐπαρχιωτισμό καί τήν ἡττοπάθεια μπροστά στή Δύση, πολιτικά καί θρησκευτικά, δημιουργώντας στό Ἒθνος συνείδηση προτεκτοράτου. Ἡ ἀδυναμία βιώσεως τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης ἀπό τούς ἐκδυτικισμένους Ἡγέτες μας ὃλων τῶν ἰδεολογικῶν ἀποχρώσεων ἐξασθενίζει τίς ἀντιστάσεις τους καί τίς ἐκμηδενίζει, ὁδηγώντας καί στήν ἀδυναμία ὀρθῆς ἀποτίμησης τοῦ πολιτισμοῦ μας καί τῆς ἱστορίας μας, μέ ἀποτέλεσμα νά αἰσχύνονται γιά τήν ταυτότητά τους. Πῶς, λοιπόν, ν’ ἀγωνισθοῦν ὑπέρ τοῦ Ἒθνους καί τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσής του;
Καί στίς ἡμέρες μας στά ὃρια τοῦ λεγομένου «χωρισμοῦ» Ἐκκλησίας – Πολιτείας, ἐπιδιώκονται καί πραγματοποιοῦνται, βαθμιαῖα, πολιτειακά μέτρα, πού ἀποδομοῦν ὂχι μόνο τόν ἐκκλησιαστικό, ἀλλά καί τόν ἐθνικό μας βίο. Στό πλαίσιο αὐτό ἢδη ἒχουν μεταξύ ἂλλων ἐπιβληθεῖ: ἀποποινικοποίηση τῶν ἀμβλώσεων καί τῆς μοιχείας, αὐτόματο διαζύγιο΄ άπάλειψη τοῦ θρησκεύματος ἀπό τίς ταυτότητες, γιά τήν ἱκανοποίηση τῶν Κέντρων ἐξαρτήσεώς μας΄ ἀπομάκρυνση τῶν Κληρικῶν ἀπό τά σχολεῖα καί παρακώλυση τοῦ κοινωνικοῦ ἒργου τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν ἐπαχθή φορολόγηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, ὡς νά ἀνῆκε στούς Κληρικούς καί ὂχι στό Λαό τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί παρεμπόδιση τοῦ πνευματικοῦ της ἒργου, μέ τόν περιορισμό τῶν χειροτονιῶν΄ θέσπιση τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν καί τῶν χριστιανῶν, ἐπαχθεῖς φορολογήσεις καί περικοπές τῆς μισθοδοσίας τῶν πολιτῶν καί τῆς ἰατροφαρμακευτικῆς περίθαλψής τους΄ σκανδαλώδης ἀποφυγή ἐφαρμογῆς τῶν νόμων καί ἀτιμωρησία, μέ ἀποτέλεσμα τήν αὒξηση τῆς τρομοκρατίας καί παρανομίας΄ διαιώνιση τῆς ἀνυπαρξίας ἀποφασιστικῆς καί ὀρθολογικῆς μεταναστευτικῆς πολιτικῆς, πού ἀποβαίνει εἰς βάρος τῶν Πολιτῶν τῆς Χώρας μας, ἀλλά καί αὐτῶν τῶν μεταναστῶν, μέ τήν διευκόλυνση τῆς λαθρομετανάστευσης΄ μειοδοσία στά ἐθνικά μας θέματα καί ἀπεμπόληση τῶν ἐθνικῶν κυριαρχικῶν δικαιωμάτων μας΄ ἀλλοίωση καί παραχάραξη τῆς ἱστορίας τοῦἚθνους μας καί προώθησή της στήν ἐκπαίδευση μέ τά σχολικά βιβλία. Ὂχι δηλαδή μόνο ἡ πίστη καί ὁ ἐκκλησιαστικός μας βίος, ἀλλά ὁλόκληρος ὁ ἑλληνορθόδοξος πολιτισμός μας πλήττεται θανάσιμα. Καί ὃλα αὐτά «διά νά γίνωμεν τέλειοι Εὐρωπαῖοι ἐξωτερικῶς, μέ ὃλα τά γνωρίσματα, ἑνός καταρρέοντος κοινωνικοῦ συστήματος, ἀπίστου, ἀθρήσκου, ραθύμου ...». (Ν. Τωμαδάκης).
Οἱ κινήσεις ὃμως αὐτές τῶν αὐτοκτονούντων ἐθνοκτόνων μας ἐνισχύονται ἀπό τήν πέμπτη φάλαγγα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χώρου, τούς μεταπατερικούς Κληρικούς καί κατ’ ἐπάγγελμα Θεολόγους, τούς «συνευδοκοῦντας τοῖς πράσσουσι» (Ρωμ. 1,32) τήν ἀνομίαν. Ἡ διάσπαση δέ τῆς Ἱεραρχίας εὐνοεῖ ἀποφασιστικά τήν προώθηση καί ἐπιβολή τῶν ἀνατρεπτικῶν καινοτομιῶν. Ὃπως τόν 19ο αἰώνα, ἒτσι καί σήμερα, δυστυχῶς, δεσπόζουν «ὑδαρεῖς» -κατά τόν ἀείμνηστο καθηγητή Χρῆστο Ἀνδροῦτσο- Κληρικοί, συσχηματιζόμενοι μέ τά μέτρα τῆς Πολιτικῆς Ἡγεσίας, γιά λόγους προοδευτισμοῦ ἢ διεκδίκησης προσωπικῶν ὠφελημάτων. Ἐπειδή δέ τά πνευματικά συμπορεύονται πάντοτε μέ τά πολιτειακά, πρέπει νά ὑπενθυμίσουμε, ὃτι ἡ πνευματική καί πολιτιστική ἀποδόμηση τοῦ Ἒθνους ἒχει σημαντικό ἀντίκτυπο καί στά ἐθνικά θέματα σέ κάθε περίοδο τῆς ἱστορίας μας. Καί αὐτό τό ζοῦμε σήμερα μέ τή νέα κατοχή μας καί πάλι ἀπό τήν Φραγκία, ὃπως τό 1204! Ἡ διαφορά τῆς προϊούσας σήμερα Τρίτης Ἁλώσεως ἀπό ἐκεῖνες τοῦ 1204 καί τοῦ 1453 εἶναι, ὃτι τότε ἡττηθήκαμε, ἐνῶ σήμερα προχωρήσαμε στήν ἃλωση μέ τήν συγκατάθεσή μας, θεωρώντας την μάλιστα ὡς σωτηρία!
Ἀπό τήν ἳδρυση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους οἱ ἐκδυτικισμένοι εὐρωπαϊστές καί σύμφωνα μέ τά σημερινά δεδομένα, ἐκσυγχρονιστές (δηλαδή νεωτεριστές καί μετανεωτεριστές), φαίνεται ὃτι ἒχουν στίς ἀντορθόδοξες προοπτικές τους, τήν «ἀλλαγή» τοῦ Ἒθνους, ὡς διαστροφή καί καταστροφή τῆς ταυτότητάς του. Ἢδη οἱ ὀπαδοί τῆς Βαυαροκρατίας ἒβαλαν στό στόχαστρό τους τά Μοναστήρια καί τόν ἐκκλησιαστικό χῶρο (1833 κ.ἑξ.). Διότι οἱ Εὐρωπαῖοι καί εὐρωπαϊστές γνωρίζουν καλά, ὃτι ὁ χῶρος αὐτός ἐξασφαλίζει τήν συνέχεια τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης καί τῆς συνοχῆς τοῦ Ἒθνους μας. Τό πνεῦμα τοῦ ἐξευρωπαϊσμοῦ παραμένει ἒκτοτε συνδεδεμένο μέ τόν ἐπαρχιωτισμό καί τήν ἡττοπάθεια μπροστά στή Δύση, πολιτικά καί θρησκευτικά, δημιουργώντας στό Ἒθνος συνείδηση προτεκτοράτου. Ἡ ἀδυναμία βιώσεως τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης ἀπό τούς ἐκδυτικισμένους Ἡγέτες μας ὃλων τῶν ἰδεολογικῶν ἀποχρώσεων ἐξασθενίζει τίς ἀντιστάσεις τους καί τίς ἐκμηδενίζει, ὁδηγώντας καί στήν ἀδυναμία ὀρθῆς ἀποτίμησης τοῦ πολιτισμοῦ μας καί τῆς ἱστορίας μας, μέ ἀποτέλεσμα νά αἰσχύνονται γιά τήν ταυτότητά τους. Πῶς, λοιπόν, ν’ ἀγωνισθοῦν ὑπέρ τοῦ Ἒθνους καί τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσής του;
Καί στίς ἡμέρες μας στά ὃρια τοῦ λεγομένου «χωρισμοῦ» Ἐκκλησίας – Πολιτείας, ἐπιδιώκονται καί πραγματοποιοῦνται, βαθμιαῖα, πολιτειακά μέτρα, πού ἀποδομοῦν ὂχι μόνο τόν ἐκκλησιαστικό, ἀλλά καί τόν ἐθνικό μας βίο. Στό πλαίσιο αὐτό ἢδη ἒχουν μεταξύ ἂλλων ἐπιβληθεῖ: ἀποποινικοποίηση τῶν ἀμβλώσεων καί τῆς μοιχείας, αὐτόματο διαζύγιο΄ άπάλειψη τοῦ θρησκεύματος ἀπό τίς ταυτότητες, γιά τήν ἱκανοποίηση τῶν Κέντρων ἐξαρτήσεώς μας΄ ἀπομάκρυνση τῶν Κληρικῶν ἀπό τά σχολεῖα καί παρακώλυση τοῦ κοινωνικοῦ ἒργου τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν ἐπαχθή φορολόγηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, ὡς νά ἀνῆκε στούς Κληρικούς καί ὂχι στό Λαό τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί παρεμπόδιση τοῦ πνευματικοῦ της ἒργου, μέ τόν περιορισμό τῶν χειροτονιῶν΄ θέσπιση τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν καί τῶν χριστιανῶν, ἐπαχθεῖς φορολογήσεις καί περικοπές τῆς μισθοδοσίας τῶν πολιτῶν καί τῆς ἰατροφαρμακευτικῆς περίθαλψής τους΄ σκανδαλώδης ἀποφυγή ἐφαρμογῆς τῶν νόμων καί ἀτιμωρησία, μέ ἀποτέλεσμα τήν αὒξηση τῆς τρομοκρατίας καί παρανομίας΄ διαιώνιση τῆς ἀνυπαρξίας ἀποφασιστικῆς καί ὀρθολογικῆς μεταναστευτικῆς πολιτικῆς, πού ἀποβαίνει εἰς βάρος τῶν Πολιτῶν τῆς Χώρας μας, ἀλλά καί αὐτῶν τῶν μεταναστῶν, μέ τήν διευκόλυνση τῆς λαθρομετανάστευσης΄ μειοδοσία στά ἐθνικά μας θέματα καί ἀπεμπόληση τῶν ἐθνικῶν κυριαρχικῶν δικαιωμάτων μας΄ ἀλλοίωση καί παραχάραξη τῆς ἱστορίας τοῦἚθνους μας καί προώθησή της στήν ἐκπαίδευση μέ τά σχολικά βιβλία. Ὂχι δηλαδή μόνο ἡ πίστη καί ὁ ἐκκλησιαστικός μας βίος, ἀλλά ὁλόκληρος ὁ ἑλληνορθόδοξος πολιτισμός μας πλήττεται θανάσιμα. Καί ὃλα αὐτά «διά νά γίνωμεν τέλειοι Εὐρωπαῖοι ἐξωτερικῶς, μέ ὃλα τά γνωρίσματα, ἑνός καταρρέοντος κοινωνικοῦ συστήματος, ἀπίστου, ἀθρήσκου, ραθύμου ...». (Ν. Τωμαδάκης).
Οἱ κινήσεις ὃμως αὐτές τῶν αὐτοκτονούντων ἐθνοκτόνων μας ἐνισχύονται ἀπό τήν πέμπτη φάλαγγα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χώρου, τούς μεταπατερικούς Κληρικούς καί κατ’ ἐπάγγελμα Θεολόγους, τούς «συνευδοκοῦντας τοῖς πράσσουσι» (Ρωμ. 1,32) τήν ἀνομίαν. Ἡ διάσπαση δέ τῆς Ἱεραρχίας εὐνοεῖ ἀποφασιστικά τήν προώθηση καί ἐπιβολή τῶν ἀνατρεπτικῶν καινοτομιῶν. Ὃπως τόν 19ο αἰώνα, ἒτσι καί σήμερα, δυστυχῶς, δεσπόζουν «ὑδαρεῖς» -κατά τόν ἀείμνηστο καθηγητή Χρῆστο Ἀνδροῦτσο- Κληρικοί, συσχηματιζόμενοι μέ τά μέτρα τῆς Πολιτικῆς Ἡγεσίας, γιά λόγους προοδευτισμοῦ ἢ διεκδίκησης προσωπικῶν ὠφελημάτων. Ἐπειδή δέ τά πνευματικά συμπορεύονται πάντοτε μέ τά πολιτειακά, πρέπει νά ὑπενθυμίσουμε, ὃτι ἡ πνευματική καί πολιτιστική ἀποδόμηση τοῦ Ἒθνους ἒχει σημαντικό ἀντίκτυπο καί στά ἐθνικά θέματα σέ κάθε περίοδο τῆς ἱστορίας μας. Καί αὐτό τό ζοῦμε σήμερα μέ τή νέα κατοχή μας καί πάλι ἀπό τήν Φραγκία, ὃπως τό 1204! Ἡ διαφορά τῆς προϊούσας σήμερα Τρίτης Ἁλώσεως ἀπό ἐκεῖνες τοῦ 1204 καί τοῦ 1453 εἶναι, ὃτι τότε ἡττηθήκαμε, ἐνῶ σήμερα προχωρήσαμε στήν ἃλωση μέ τήν συγκατάθεσή μας, θεωρώντας την μάλιστα ὡς σωτηρία!
* * * * *
Ἡ Δύση πῆρε ἐπιτέλους τήν «ρεβάνς» (revanche) ! Τώρα πραγματοποιεῖ τόν μακραίωνα πόθο της, τήν ὁλοκληρωτική διάλυση τοῦ Ἒθνους τῶν Ἑλλήνων. Ἐντασσόμενοι στήν Ἑνωμένη Εὐρώπη, ἐκάμαμε τόσους πανηγυρισμούς, διότι θεωρήσαμε τό γεγονός ὡς σωτηρία μας. Ὁ Θεός ἐπέτρεψε, γι’ αὐτό, νά μᾶς ἀπογοητεύσει ἡ Εὐρώπη ἐκεῖ πού στηρίξαμε «τήν πᾶσαν ἐλπίδα» μας, στά οἰκονομικά, γιά νά εἶναι εὐκολότερη ἡ ἀφύπνισή μας. Ἒτσι, ἡ ἱστορία παίρνει τήν ἐκδίκησή της! Ξεχάσαμε τόν Θεόν τῶν Πατέρων ἡμῶν καί πιστεύουμε στήν ἀπολυτοποιημένη «ἀξία» τοῦ οἰκονομισμοῦ. Δέν ἀνοίξαμε καμμιά κερκόπορτα, ἀλλά τίς πύλες τῆς ψυχῆς καί καρδιᾶς μας, γιά νά μᾶς ἀλλοτριώσει καί νά μᾶς συντρίψει ἡ σημερινή Δύση.
Εὐτυχῶς ὃμως ὑπάρχει -εἶναι βέβαιο- καί ἡ «μαγιά» τοῦ Μακρυγιάννη. Σ’ αὐτήν ἀνήκουν ὃσοι σημερινοί Ἑλληνες μένουμε πιστοί στήν Ὀρθοδοξία τῶν Ἁγίων μας καί τόν Σωτήρα μας Κύριον ‘Ιησοῦν Χριστόν. Οἱ ἀληθινοί πατερικοί καί Ὀρθόδοξοι. Αὐτοί μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ μας, θά ἀναστήσουν τό Ἒθνος, σέ κάποιο νέο ’21, ὃταν ὁ Θεός τό ἐπιτρέψει!
Εὐτυχῶς ὃμως ὑπάρχει -εἶναι βέβαιο- καί ἡ «μαγιά» τοῦ Μακρυγιάννη. Σ’ αὐτήν ἀνήκουν ὃσοι σημερινοί Ἑλληνες μένουμε πιστοί στήν Ὀρθοδοξία τῶν Ἁγίων μας καί τόν Σωτήρα μας Κύριον ‘Ιησοῦν Χριστόν. Οἱ ἀληθινοί πατερικοί καί Ὀρθόδοξοι. Αὐτοί μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ μας, θά ἀναστήσουν τό Ἒθνος, σέ κάποιο νέο ’21, ὃταν ὁ Θεός τό ἐπιτρέψει!
Πηγή: dimokratianews.gr