Του
Δημήτρη
Κωνσταντάρα
«Οι μοιραίοι» είναι ο τίτλος ενός από τα πιο αγαπημένα ποιήματα της γενιάς μου, ποίημα του Κώστα Βάρναλη που μιλούσε για μια υπόγεια ταβέρνα, όπου όλοι έπιναν για να «πάνε κάτω τα φαρμάκια» και όπου « Σφιγγόταν ο ένας πλάι στον άλλο και κάπου εφτυούσε καταγής» διαπιστώνοντας « πόσο βάσανο μεγάλο το βάσανο είναι της ζωής « καθώς «Όσο κι' ο νους αν τυραννιέται άσπρην ημέρα δε θυμιέται».
Ποιητικός ο λόγος, έντεχνος μέσα στη σκληράδα του Βάρναλη αλλά και της κατάστασης της εποχής όπου οι άνθρωποι αναρωτιόντουσαν αν «Φταίει το ζαβό το ριζικό μας», αν « Φταίει ο Θεός που μας μισεί», αν «Φταίει το κεφάλι το κακό μας» και κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι «Ποιος φταίει; ποιος φταίει;- κανένα στόμα, δεν τόβρε και δεν τόπε ακόμα».
Και ο μέγιστος ποιητής κατέληγε ότι με την «κατάσταση» που ζούσαν τότε, «σαν τα σκουλήκια κάθε φτέρνα, όπου μας έβρει, μας πατεί» και ότι όλοι μας «δειλοί, μοιραίοι κι' άβουλοι αντάμα προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα».
Το ποίημα γράφτηκε το 1922, μελοποιήθηκε από το Θεοδωράκη το 1964 κι εμείς εδώ δεν θα κάνουμε λογοτεχνική ανάλυση βέβαια αλλά ξαναδιαβάστε τους στίχους, φέρτε στο νού σας τις «βρισιές» που ακούγονται για όλο το πολιτικό μας σύστημα από μια «ταβέρνα» του 2011 όπου χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες «μοιραίοι» αναρωτιούνται «ποιος φταίει» και προσπαθούν να ανατρέψουν το στίχο του ποιητή θεωρώντας ότι δεν είναι δυνατόν να «προσμένουμε, άβουλοι, κάποιο θαύμα».
Κι εκείνη τη στιγμή, έρχεται η «πτωχή και ουδόλως τιμία» ηγεσία μας και μέσα στην πλήρη αδυναμία της- η απροθυμία της- να εφαρμόσει το ελάχιστο των όσων αποφάσισε και νομοθέτησε, παίρνει πίσω ακόμα και τον περίφημο «Αντικαπνιστικό Νόμο» που με τόσο καμάρι διαφήμιζε ο κ. Λοβέρδος – διάδοχος του κ. Αβραμόπουλου θυμηθείτε- λέγοντας ότι «θα εφαρμοστεί πάνω απ’ το πτώμα μας» διότι …κάνει καλό στους Έλληνες.
Ανοησία νόμος ήταν. Άδικος και πρακτικά ανεφάρμοστος που καταστρατηγήθηκε από την πρώτη ημέρα ισχύος του. Αλλά δεν τον πήρε πίσω η κυβέρνηση επειδή καταστρατηγήθηκε, λοιδωρήθηκε, ήταν ανεφάρμοστος, ανόητος και κουτός. Αλλά γιατί μέσω μιας «κουτσουρεμένης» εκδοχής του, βρέθηκε τρόπος να «αρπάξουνε κι άλλα λεφτά» - που δεν υπάρχουν βέβαια- από τον ταλαίπωρο Έλληνα.
Οποία ντροπή και καταισχύνη για την κυβέρνηση, το Υπουργικό Συμβούλιο και τον αρμόδιο υπουργό να κάνει πίσω για ένα «μικρό» και –στην ουσία- χωρίς αποτέλεσμα ή νομοθετική αξία νόμο τον οποίο δεν κατόρθωσε να εφαρμόσει και μέσω της εισπρακτικής της ροπής, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει ως φοροεισπρακτικό.
Θες να καπνίσεις; Πλήρωσε και κάπνισε. Το ότι το κάπνισμα είναι βλαβερό, το παθητικό κάπνισμα αντικοινωνικό και απειλητικό και όλα τα άλλα επιχειρήματα που επί χρόνια αναπτύσσουν υπουργοί και ιατροί, δεν αποτελεί πλέον επιχείρημα.
Κάπνισε. Πλήρωσε – εσύ ή ο καταστηματάρχης δεν έχει σημασία- και το κάπνισμα ΠΑΥΕΙ να είναι βλαβερό. Κι ας γίνεται ρεζίλι ο υπουργός και οι σπουδαίοι πνευμονολόγοι που χρόνια μιλάνε και πανηγυρίζουν για την κυβέρνηση που ενδιαφέρεται για τον πολίτη.
Λεφτά ΔΕΝ υπάρχουν. Συνεπώς και άλλα πράγματα που απαγορεύονται και τιμωρούνται με βαριές ποινές, μπορεί να αποποινικοποιηθούν ΕΑΝ… πληρωθούν.
Λέει η ειδησεογραφία: «Το μεσοπρόθεσμο "νομιμοποιεί" το κάπνισμα στα νυκτερινά μαγαζιά . Και η… ελαστικοποίηση του αντικαπνιστικού νόμου είναι γεγονός. Οι πελάτες των νυχτερινών κέντρων θα μπορούν και πάλι να ανάβουν ανενόχλητοι το τσιγάρο τους, αφού πλέον θα πληρώνουν οι επιχειρηματίες! Όπως προβλέπεται στον εφαρμοστικό νόμο του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος, τα νυχτερινά κέντρα άνω των 300 τμ και τα καζίνο θα καταβάλλουν ειδικό ετήσιο τέλος ύψους 200 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, προκειμένου οι θαμώνες να μπορούν να καπνίζουν.»
Και η μεγάλη πλάκα του θέματος είναι ότι ο γενικός γραμματέας Δημόσιας Υγείας Αντώνης Δημόπουλος υποστήριξε ότι είναι μια ρύθμιση που στόχο έχει την ομαλή μετάβαση προς την πλήρη εφαρμογή της απαγόρευσης του καπνίσματος!!!
Στην «ταβέρνα» των «indignados» συνεπώς, στις «βρισιές» προστέθηκαν και οι «καπνοί». Πλήρης εφαρμογή του στίχου του Βάρναλη. Και μέσα στους καπνούς ( από τα τσιγάρα πλέον και όχι τα καπνογόνα) και τις βρισιές, πνίγεται ολοσχερώς η κυβέρνηση αφού οι «μοιραίοι» αποφάσισαν να μην περιμένουν πλέον κανένα «θαύμα».
Έχοντας απέναντί σου μια τόσο χυδαία διοίκηση που πληρώνεται για να πάρει πίσω ένα νόμο, δεν μπορεί: Υπάρχει ελπίς. Διότι το βάθος του τούνελ, φάνηκε ήδη.
Κι όσο για τον φίλο μου – πραγματικά- Ανδρέα Λοβέρδο, εγώ δεν θα του ευχηθώ «Καλό κουράγιο» όπως εκείνος επέτρεψε στον Όλι Ρεν να ευχηθεί σ’ εμένα. «Καλό ταξίδι» θα του ευχηθώ. Σε… μαγικά νησιά. Και ευτυχώς που τα παλαιότερα «μαγικά νησιά» (η Γυάρος, η Μακρόνησος, η Λέρος) αποχαρακτηρίστηκαν πιά.